⌦ Παιδεραστής ή παιδόφιλος, όπως χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά, π.χ. τώρα με τα σκάνδαλα στην καθολική εκκλησία, ή την πρωτοβάθμια καταδίκη του συμβούλου του Αρίστου;
Παιδεραστής είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: εραστής παιδιών, δηλαδή ανηλίκων.
Το ίδιο και ο παιδόφιλος: εδώ, όχι ακριβώς αυτό που λέει η λέξη: φίλος (απλώς) των παιδιών, όπως ο ζωόφιλος = φίλος των ζώων (ή της ζωής) κτλ. Αλλά αυτό που συμφωνήσαμε ότι σημαίνει: φίλος με την έννοια του εραστή – διαδικασία, πάντως, απολύτως νόμιμη στις γλώσσες.
Γιατί όμως προτιμούμε, αντί για το διαφανέστατο «παιδεραστής», το κατά σύμβαση όμοιό του «παιδόφιλος»;
Μάλλον επειδή ο παιδόφιλος έχει κυρίως ξενικές περγαμηνές. Ψωνίζουμε έτσι, ως συνήθως, τον πιο φρέσκο, που έχει όλα τα φώτα στραμμένα επάνω του.
Πάντως, στα γαλλικά, λ.χ., ο pédophile δεν είναι θέμα μοντερνιάς, αλλά υποχρεωτική επιλογή, γιατί pédéraste είναι (είχε κι εκεί συμφωνηθεί να είναι) ο ομοφυλόφιλος γενικά (και pédé στην αργκό, υβριστικά: πούστης, αδερφή κτλ).
Ο,τι μας αρέσει, εννοείται. Καλό θα ’ταν απλώς να ξέρουμε και γιατί.
(Με κατάπληξη όμως είδα στη Βικιπαίδεια εκτενές λήμμα για την παιδοφιλία, χωρίς την παραμικρή μνεία της παιδεραστίας.)
⌦ «Αλκηστι!» απευθύνεται σε διαγωνιζόμενη του Μάστερ Σεφ ένας κριτής. «Αλκηστις, με σίγμα» διορθώνει εκείνη. «Μα, είναι κλητική. Ω Αλκηστι!» επιμένει ο κριτής, «Αλκηστις, γιατί ακούγεται πιο φινετσάτο» επιμένει κι εκείνη.
Δεν το βάζει κάτω ο σεφ: «Μα δεν είναι η Αλκηστις, της Αλκήστιδος, τη Αλκήστιδι, την Αλκηστιν, ω Αλκηστι;» «Δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, κι ούτε μ’ ενδιαφέρει…» έκλεισε το θέμα η λάτρις του σίγμα –που έτσι κι αλλιώς μάλλον άκλιτο το εννοούσε το όνομά της, όπως πολλοί σήμερα. (Ο Τιμολέων, του Τιμολέων, τον Τιμολέων ήταν ο περσινός νικητής του ίδιου διαγωνισμού.)
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει και ο τύπος με σίγμα στην κλητική, όμως το θέμα δεν είναι αυτό, το «λάθος» δηλαδή ή το «σωστό». Το θέμα είναι πως από παλιά είχε εξομαλυνθεί και αυτών των ονομάτων η κλίση: η Αλκηστη, της Αλκηστης· η Αρτεμη, της Αρτεμης κ.ο.κ. Κι όταν λέω «εξομαλυνθεί», δεν εννοώ έπειτα από εισήγηση κάποιων ειδικών, αλλά με τον τρόπο που αυτορυθμίζεται εξελισσόμενη η γλώσσα.
Τώρα το ζητούμενο είναι το «πιο φινετσάτο». Οταν δεν είναι, όπως συνήθως και συνειδητά πλέον, η παλινόρθωση της χαμένης λογιότητας.
⌦ Το σκληρό τίμημα: Ο,τι και με την Αλκηστις, σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας τώρα, διαβάζουμε τον κύριο τίτλο: «Εν αναμονή της… Ωκεανίς» (Ο Λόγος, 22/2).
Και την επομένη (23/2), με μικρότερα γράμματα: «Από σήμερα και μέχρι αύριο η χώρα βρίσκεται στον κλοιό της “Ωκεανίς”».
Δεν είναι τόσο απλό όσο ότι «τα μεταξωτά βρακιά…». Είναι η διαρκής –και πανηγυρική– επιβεβαίωση ότι η γλώσσα αυτορυθμίζεται, όπως είπα πιο πριν, και κατά κανόνα δεν ανέχεται τζάμπα ανομοιομορφίες, πισωπατήματα και τσαμπουκάδες.
Και γλώσσα είναι πάντοτε, ως γνωστόν, οι χρήστες της. Οχι βεβαίως κατά τα κέφια και τις ιδεοληψίες του ο καθένας, αλλά σαν γλωσσική κοινότητα.
⌦ Ακλιτα, γιατί όχι; Δεν εννοώ να προβοκάρω, όμως κάνω συχνά τη σκέψη πως όσο εντονότερη γίνεται η τάση για λογιότερη γλώσσα, κυρίως με επανεισαγωγή αρχαϊκών τύπων (βλ. και της Θεανούς), με αναστροφή της έως τώρα εξελικτικής πορείας της γλώσσας, τόσο περισσότερα θα είναι τα λάθη·
τα λάθη, ο κύριος όγκος των λαθών, που γίνονται στα κενά, στις μαύρες τρύπες του συστήματος.
Και τότε μπορεί να είμαστε μπροστά σε ενδεχόμενη γλωσσική αλλαγή. Την ακλισία, εν προκειμένω στα αρχαιόκλιτα. Εχει προηγηθεί η Χάρις Αλεξίου, της Χάρις Αλεξίου, με μόνο εναλλακτικό τύπο: της Χαρούλας Αλεξίου! Ή όπως λ.χ. το τριπλούν άλμα, που αρνήθηκε να γίνει τριπλό, κι έμεινε έτσι άκλιτο: το τριπλούν, του τριπλούν.
Και; Σάμπως δεν ζούμε με πλήθος άκλιτα; Και δεν εννοώ το πιο πρόσφατο κι όμως παλιό σάντουιτς ή το τραμ.
Αλλά το από αιώνες Πάσχα που πλησιάζει. Και που δεν προσαρμόστηκε ποτέ στο κλιτικό σύστημα, όσο πρόσφορο κι αν εμφανίζεται.
Κι αυτό κι αν είναι εγγεγραμμένο στο γλωσσικό ντιενέι μας, στις βαθύτερες παραδόσεις και την καθημερινή ζωή μας.
Η μαγεία της γλώσσας.