Τώρα πάντως άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα η 26η Μαΐου, με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές στο μενού της, οπότε οι πεινασμένοι για κάλπη –ή για εξουσία– θα ικανοποιηθούν έστω και μερικώς. Οσο για τους πεινασμένους για στοιχειώδη επιχειρήματα και κάποια λείψανα ορθού λόγου, καθώς και για ανταλλαγή απόψεων και όχι ευφυολογημάτων, με την πείνα τους θα μείνουν. Η Εποχή της Ατάκας, στο καθεστώς της οποίας ζούμε, δεν θα λήξει γρήγορα. Μάρτυρας και ο οικουμενικός θρίαμβος του τουίτερ, που για πολλούς λειτουργεί σαν ελαχιστοποιητής σκέψης, όχι λέξεων.
Παγίως, πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση, οι «Δυσκολίες πολιτευόμενου», το ποίημα του Τ. Σ. Ελιοτ στη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, έρχεται αυτόματα στη μνήμη μου, απρόσκλητο, περίπου σαν ξόρκι: «Φώναξε φώναξε τι να φωνάξω; / Εκείνο που πρέπει να γίνει πρώτα είναι να σχηματιστούν οι επιτροπές: / Τα γνωμοδοτικά συμβούλια, διαρκείς επιτροπές, ειδικές επιτροπές και υποεπιτροπές. […] Ω μάνα / Τι να φωνάξω; / Απαιτούμεν μίαν επιτροπήν, μίαν αντιπροσωπευτικήν επιτροπήν, μίαν επιτροπήν ελέγχου / ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ!». Γνώριμες λέξεις και καταστάσεις. Γνώριμα αισθήματα και συνθήματα. Σαν να περνάει δίπλα τους ο χρόνος, δίχως να τα φθείρει, αλλά και δίχως να τα δικαιώνει.
Συνήθως το ποίημα του Έλιοτ φέρνει και κάποια μέλη της παρέας του μαζί, άλλες λογοτεχνικές προσεγγίσεις της πολιτικής δηλαδή ή του πολιτικαντισμού. Όταν αποφασίζει να αφήσει ήσυχο τον Κ. Π. Καβάφη, κομίζει, για παράδειγμα, το διήγημα του Κωστή Παλαμά «Ενας ψηφοφόρος», του 1887. Ενας ψαράς ψηφοφόρος, σε ταπεινή παραλιακή πόλη, ίσως το Μεσολόγγι, που για πρώτη φορά στη ζωή του παίρνει την απόφαση να αλλαξοπιστήσει τη στιγμή της κάλπης, οργισμένος με τα παιχνίδια του τοπικού κομματάρχη. Προσχωρεί λοιπόν στους «εκλεχτικούς»: έτσι «είχανε βαφτίσει με σαρκαστικήν ευφημία όσους πουλούσανε την ψήφο τους». Και πουλάει την ψήφο του στο κόμμα του πλούσιου υποψήφιου Χρύση, για «εβδομήντα ψωροδραχμές». Την τελευταία όμως στιγμή αρνείται τη δωροδοκία και, «για την υπόληψή του», ψηφίζει ό,τι τού ορίζει η καρδιά του, όχι το στομάχι του. Ας τον θυμηθούμε τον άσημο ψαρά, τώρα που θα αρχίσει και επίσημα η αλιευτική περίοδος (αλλά και η κυνηγετική) και θα πλημμυρίσει η αγορά από δολώματα και απόχες.
Στην παρέα του Ελιοτ και του Παλαμά κι ένας ανώνυμος επιγραμματοποιός, από αυτούς που έχουν εμπλουτίσει το σώμα της Παλατινής Ανθολογίας με αδέσποτα ποιήματα, χωρίς ιδιοκτήτη, περίπου σαν λαϊκά θυμόσοφα δημιουργήματα. Σε ένα από αυτά, λογοπαικτικά σκωπτικό, του ενδέκατου βιβλίου της Ανθολογίας, η χλεύη στρέφεται εναντίον κάποιου Αγαθίνου, βουλευτή ή συγκλητικού, άγνωστο, που, διεφθαρμένος ο ίδιος και διαφθείροντας τους κατάλληλους ανθρώπους, κατάφερε να εξαγοράσει το αξίωμά του, να γίνει μέγας και τρανός αυτός ο δουλοπρεπής και υποτακτικός: «Β ο υ λ ε ύ ι ς, Αγαθίνε· το βήτα δε τούτ’ επρίω νυν, / ειπέ, πόσης τιμής; Δέλτα γαρ ην πρότερον». Μεταφράζω: «Εγινες, Αγαθίνε, βουλευτής· σε ποια τιμή, για πες μου, / τ’ αγόρασες το βήτα; Δέλτα ήταν πριν». Και αφού περάσαμε στην αρχαία γλώσσα και γραμματεία, δεν θα μπορούσε να λείπει από τη συντροφιά η προσωπογραφία του δημοκόλακα, έτσι όπως τη σχηματίζει ο Ευριπίδης σε μία από τις τελευταίες τραγωδίες του, «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι», γραμμένη στην Πέλλα, στο παλάτι του Αρχέλαου, που φιλοξένησε τον αυτοεξόριστο τραγωδό μέχρι τον θάνατό του, δραματικό κατά την παράδοση. Ο Μενέλαος, οργισμένος από την αλλαγή στάσης του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα, που πια δεν θέλει (ενδεχομένως θεατρικά) να σφαγιάσει την κόρη του την Ιφιγένεια, για να φυσήξει ούριος ο άνεμος, εικονογραφεί τον αδελφό του με τον χρωστήρα του ειρωνικού θυμού, χωρίς πάντως να είναι ο ίδιος κανένας άδολος ευπατρίδης – άλλωστε ο Ευριπίδης τον στόλισε όπως του άξιζε, όποτε καταπιάστηκε μαζί του. Μεταφράζω τους σχετικούς στίχους:
«Θυμάσαι πόσο ταπεινά φερόσουν, όταν μανιασμένα προσπαθούσες / να αναλάβεις την εκστρατεία στο Ιλιο, στρατάρχης των Δαναών, / και υποκρινόσουν ότι τάχα δεν σε νοιάζει, / κι ας σου είχε φάει το μυαλό η φιλοδοξία; / Χάριζες τη χειραψία σου σε όλους. / Κι είχες την πόρτα σου μέρα-νύχτα ανοιχτή για τους πολίτες. / Τους πάντες χαιρετούσες. Ακόμα κι αν δεν το ’θελαν. / Δημαγωγούσες. Για να εξαγοράσεις το αξίωμα που ορεγόσουν, / που κι άλλοι το διεκδικούσαν. / Μα μόλις πήρες την εξουσία, άλλαξες πάραυτα τους τρόπους σου. / Με τους φίλους, δεν ήσουν φίλος πια. / Κλειδώθηκες. Χάθηκες. Κανένας δεν μπορούσε να σε συναντήσει. /Ο τίμιος άνθρωπος με τις μεγάλες βλέψεις, / ανάρμοστο είναι τους τρόπους του ν’ αλλάζει, / όταν αποκτά αξιώματα. […] Μυριάδες βέβαια, το ξέρεις, / έπαθαν με την πολιτική ό,τι κι η αφεντιά σου. / Τρώνε τα λυσσακά τους για ν’ αποκτήσουν εξουσία, / μα στο τέλος αποσύρονται κακήν κακώς. / Είτε από ασύνετη κρίση των πολιτών / είτε επειδή δεν στάθηκαν ικανοί να προστατέψουν /της πατρίδας τα συμφέροντα».
Γνώριμα καμώματα. Ανίκητα στον χρόνο, και μάλιστα διαρκώς επιδεινούμενα, μια και η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται μόνο σαν τραγωδία, αλλά και σαν γελοιογραφία. Πολιτευόμενοι πάντως –και μάλιστα με τις πολλές δυσκολίες μας–, είμαστε όλοι, όχι μόνο όσοι «κατεβαίνουν στον λαό» ζητώντας την ψήφο του. Το λέει άλλωστε και το κοινό μας όνομα, πολίτης, παράγωγο του ρήματος πολιτεύω/πολιτεύομαι, το οποίο, πλούσιο ευθύς εξαρχής εννοιολογικά, έχει εκτός των άλλων τις εξής δύο αλληλένδετες σημασίες (αντιγράφω από το Λεξικό Δημητράκου): «Ζω ως πολίτης ή ελεύθερος, διαβιώ, ζω εν ελευθέρα πολιτεία». Και: «Μετέχω της πολιτικής ζωής του τόπου, αναμειγνύομαι εις τα πολιτικά πράγματα, εις την πολιτικήν». Αυτονόητη στη δημοκρατική αρχαιοελληνική αντίληψη η ταύτιση του πολίτη με τον ελεύθερο άνθρωπο. Όπως αυτονόητο ήταν, τουλάχιστον για τον Αριστοτέλη, στα «Πολιτικά» του, ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι φυσική, γιατί την κοινωνία, τη συμμετοχή σε ένα ευρύτερο σώμα, το συνανήκειν όπως μάθαμε να λέμε, μόνο οι θεοί και τα θηρία δεν την έχουν ανάγκη. Θεοί δεν είμαστε, θηρία –λύκοι μονιάδες ή ό,τι άλλο μισάνθρωπο– μπορούμε εύκολα να γίνουμε.
Καθημερινά πολιτευόμαστε όλοι μας. Με όσα λέμε κι όσα αποσιωπούμε.Με όσα επιμένουμε να ελπίζουμε και με τις συσσωρευμένες διαψεύσεις μας, εναντίον των οποίων ωστόσο είναι υποχρεωτικό να κηρύσσουμε πόλεμο. Με το μισό χαμόγελο, κι αυτό σπάνιο, και με τις γκρίνιες μας, που αν τις αφήσουμε να καταντήσουν βαυκαλιστικό τροπάρι, απλώς θα μας στερήσουν τη φυσική μας ιδιότητα, του πολίτη, και θα δούμε έτσι την ελευθερία μας να μειώνεται. Γιατί ουδείς είναι πρόθυμος να μας χαρίσει ό,τι δεν διεκδικούμε.
Πηγή: Η Καθημερινή