6 Μαρτίου 2019 10:27 /κεφαλονιτικανεα
«Ισότης, αδελφότης, ελευθερία».
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Μαρίνου Αντύπα, από τα Φερεντινάτα Πυλάρου Κεφαλονιάς λίγο πριν ξεψυχήσει.
Ήταν η νύχτα της 8ης Μαρτίου του 1908, και οι τσιφλικάδες της Θεσσαλίας, με εκτελεστικό όργανο τον Ιωάννη Κυριακό, επιστάτη στα κτήματα του συνεταίρου του θείου του Αρ. Μεταξά, δολοφονούν πυροβολώντας πισώπλατα με δίκανο τον Αντύπα, στον Πυργετό της Λάρισας. Δύο μέρες πριν είχαν ξεκινήσει τα γεγονότα που ονομάστηκαν: «Η εξέγερση του Κιλελέρ»
Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Εμπρός» της 10ης Μαρτίου του 1907.
«Λάρισα 9 Μαρτίου.- Χθες τη νύκτα εις το χωρίον Πυργετός της Ραψάνης ο γνωστός δικηγόρος Μαρίνος Αντύπας, ο ραπίσας άλλοτε αυτόσε τον κ. Σλήμαν, ων διευθυντής των κτημάτων του θείου του κ. Σκιαδαρέση, εφονεύθη υπό του επιστάτου του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά, ονόματι Ιωάννου Κυριακού.
Ο φόνος διεπράχθη εντός του κονακίου, συνεκίνησε δε μεγάλως τους χωρικούς, καθόσον ο Αντύπας υπερασπίζετο αυτούς παρέχων πλείστας ευκολίας συνεπεία των οποίων αντεμάχοντο μετά του συνιδιοκτήτου Μεταξά. Λεπτομέρειαι του φόνου τούτου αγνοούνται. Ο ανακριτής κ. Αγαθόνικοςέσπευσε σήμερον επί τόπου. Ο δράστης συνελήφθη».
Και η εφημερίδα προσθέτει: «Η είδησις της δολοφονίας ανηγγέλθη εις τας Αθήνας χθες (σ.σ. 9- 3- 1907) μετά μεσημβρίαν διά τηλεγραφήματος προς τον κ. Σκιαδαρέσην, ιδιοκτήτην του τσιφλικίου, το οποίον διηύθυνεν ο Αντύπας. Το τηλεγράφημα τούτο προήρχετο εκ μέρους του ανεψιού του κ. Σκιαδαρέση. Ητο δε βραχύτατον έχον ούτως:
«ΕΜΠΡΟΣ» 10/3/1907 – Το ρεπορτάζ για τη δολοφονία
“Σκιαδαρέσην
Αθήνας
Αντύπας εδολοφονήθη σήμερον. Ανάγκη σπεύσατε ενταύθα
Σκιαδαρέσης”.
Κατόπιν του τηλεγραφήματος τούτου, ο θείος του δολοφονηθέντος Μαρ. Αντύπα ανεχώρησε χθες την εσπέραν κατεσπευσμένως εντεύθεν διά Βόλον και εκείθεν εις Λάρισσαν».
Μία μέρα αργότερα, η εφημερίδα «Εμπρός», συμπληρώνοντας το ελλιπές ρεπορτάζ, θα γράψει ότι ο Μ. Αντύπας μπήκε στο δωμάτιο του Κυριακού απειλητικά και… «ενέβαλεν τελευταίον εις φόβον».
Έτσι, σιγά σιγά θα ξεδιπλωθεί η υπερασπιστική γραμμή του Κυριακού και των προστατών του που πατούσε στον ισχυρισμό ότι ο επιστάτης πυροβόλησε εν αμύνει.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Καψάλη, ο αστυνόμος της Ραψάνης, σε τηλεγράφημά του προς του υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη υπ’ αυτού αμυνομένου»
Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική.
Στην κατάθεσή του ο ξάδελφος του Αντύπα, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, περιγράφει ως εξής τις συνθήκες του φόνου:
«Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβει εκ του δωματίου του επιστολή τινά πλην εύρε τη θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Επειτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα, ότι ουδέν δικαίωμα έχει να εισέλθει εις την οικίαν του. Εκ τούτου προκλήθη φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μετά τας οποίας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον διά του οποίου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Οτε όμως ούτος έφευγεν εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάνου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μία ώρα εξέπνευσε λέγων “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιό του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών, οίτινες ελάτρευαν τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμο».
Λίγο καιρό αργότερα ο Κυριακού θα αθωωθεί πανηγυρικά από το δικαστήριο.
Η μητέρα του Αντύπα, μόλις έμαθε την είδηση του θανάτου του γιου της, πνίγηκε στη δεξαμενή του σπιτιού της, ενώ ο αδελφός του τρελάθηκε.