efsyn /
Οι Βρετανοί δεν είναι πια αυτό που ήταν: ανεκτικοί, συγκρατημένοι και ικανοί να αυτοελέγχονται ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ακόμη και στην καθημερινή ζωή τους δεν έχουν πια έλεγχο του εαυτού τους.
Μιλώ με ανθρώπους στην τοπική παμπ και μόλις τους λέω ότι είμαι κατά του Brexit παγώνουν και τερματίζουν τη συζήτηση μαζί μου. Δεν υπάρχω πια γι’ αυτούς. Παρομοίως, φίλη μου με πληροφορεί ότι η σχέση της με την καλύτερη φίλη της τερματίστηκε τη στιγμή που ανακάλυψαν ότι οι απόψεις για το Brexit αλληλοσυγκρούονταν. Για τον ίδιο λόγο τερματίστηκαν και οι σχέσεις του γείτονά μου με φίλους με τους οποίους έκανε συχνά ποδηλατοδρομία.
Διαφορετικές πολιτικές απόψεις χώριζαν πάντα την αγγλική κοινωνία σε Συντηρητικούς, Εργατικούς ή Φιλελεύθερους. Αλλά η διαφορά αυτή τη φορά έχει κάτι το καινούργιο που μας γυρίζει σε εποχές που οι σημερινές γενιές δεν έχουν ευτυχώς γνωρίσει.
Είναι προϊόν όχι μιας διανοητικής επεξεργασίας αλλά συναισθηματικών αντιδράσεων καθοδηγούμενων από ένα ενστικτώδες μίσος κατά των αλλοφρονούντων. Οι υπέρμαχοι της παραμονής στην Ε.Ε., αυτοί οι «αλαζόνες, συμφεροντολόγοι, α-φιλοπάτριδες, δούλοι των Βρυξελλών και προδότες», δεν γίνονται ανεκτοί από τους υπέρμαχους του Brexit, αυτούς τους «ρατσιστές, εθνικιστές, ιμπεριαλιστές και κακοπροαίρετους ηλίθιους».
Το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών είναι τόσο απίστευτα μεγάλο που έχει χωρίσει τους πάντες σε δύο στρατόπεδα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν ακόμη και να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, ακόμη για παράδειγμα και για τον εορτασμό των γενεθλίων των παιδιών τους, με ανθρώπους της άλλης πλευράς. Και αυτό είναι το λιγότερο.
Σχέσεις έχουν τερματιστεί, όχι μόνο μεταξύ φίλων, αλλά ακόμη και μεταξύ ζευγαριών ή ακόμη και οικογενειών που οι απόψεις τους για το Brexit δεν συνέπιπταν. Η Daily Mail ανέφερε σχετικά ότι διαφορές για το Brexit έχουν τερματίσει πάνω από 1.600.000 δεσμούς και πάνω από ένα εκατομμύριο συγγενικών σχέσεων.
Τα προσωπικά αισθήματα αντικατοπτρίζουν αλλά και διαμορφώνονται από τα αισθήματα της κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι ζουν. Οπως έχουν σπάσει οι προσωπικές σχέσεις, έτσι έχουν σπάσει και οι σχέσεις μεταξύ μεγάλων πόλεων και περιφερειακών κέντρων, διπλωματούχων και ανειδίκευτων εργατών ή νέων και ηλικιωμένων.
Το χάσμα διευρύνεται περισσότερο από την αντίθεση μεταξύ αυτών που ωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση και αυτών που έχουν μείνει πίσω, σε άλλες εποχές ή, με άλλα λόγια, την αντίθεση μεταξύ του πολιτικού, οικονομικού, δημοσιογραφικού και πολιτιστικού κατεστημένου, από τη μια μεριά, και της μάζας των περιθωριοποιημένων, ταλαιπωρούμενων και εξαντλημένων πολιτών, από την άλλη.
Σε μια άλλη εποχή, μια τέτοια διαίρεση θα ήταν βεβαίως δώρο θεού για την Αριστερά. Αλλά η παραδοσιακή πολιτική διαίρεση της χώρας σε Αριστερά και Δεξιά έχει ήδη περάσει στα χέρια των ιστορικών. Μόνον το 32% των πολιτών ταυτίζεται τώρα πλήρως με τα παραδοσιακά κόμματα, ενώ το 44% ταυτίζεται πλήρως με τα υπέρ ή κατά της Ευρώπης κινήματα και ό,τι αντιπροσωπεύουν.
Απογοήτευση και, ακόμη χειρότερα, αίσθηση προδοσίας τους από τα πολιτικά κόμματα έχουν χρωματίσει τις τρέχουσες πολιτικές πεποιθήσεις των πολιτών. Οι συνέπειες είναι δραματικές και ουσιαστικά ασύλληπτες.
Κυρίαρχη θέση σε αυτή τη νέα πολιτική κουλτούρα έχει, υποτίθεται, ο ταξικός πόλεμος για την προάσπιση των συμφερόντων της φτωχολογιάς. Αυτή ήταν έως τώρα η θέση της Αριστεράς.
Δίπλα σε αυτό βρίσκεται όμως σήμερα και κάτι ακόμη, αυτό που προσέλκυσε την εργατιά κυρίως της επαρχίας: η προάσπιση της παραδοσιακής κουλτούρας κατά της παγκοσμιοποίησης, η προστασία της αγγλικής ράτσας έναντι των μεταναστών και η υιοθέτηση ενός ακραίου και εντελώς εξωπραγματικού εθνικισμού. Το σύνολο δίνει την εικόνα του σύγχρονου λαϊκισμού που θυμίζει την τραγική δεκαετία του᾽30.
Το γελοίο της ιστορίας είναι ότι στην ηγεσία αυτού του λαϊκίστικου κινήματος, που με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ισπανία παίρνει το επάνω χέρι στην Ευρώπη, βρίσκεται η ελίτ των Συντηρητικών, αυτοί οι σύγχρονοι Κατιλίνες, οι οποίοι κατά τους Financial Times δεν είναι παρά μια κλίκα «δημαγωγών, ξεπερασμένων εθνικιστών και οικονομικά αστοιχείωτων και αχαλίνωτων ανθρώπων». Εξίσου γελοία είναι η υποστήριξη που προσφέρει στους συντηρητικούς νεοφασίστες η εργατιά.
Το τέλος της παραδοσιακής πολιτικής διαίρεσης συνοδεύεται εν τω μεταξύ και από φόβους και ανησυχίες καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που προβλέπουν βίαιες διαδηλώσεις και υστερικές αντιδράσεις που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε εμφύλιο σπαραγμό. Ο λαϊκιστής υπέρμαχος του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ έχει ήδη προειδοποιήσει ότι ο «λαϊκός στρατός» θα σταθεί αντιμέτωπος σε μια «Βουλή που στρέφεται κατά του λαού», εάν βεβαίως η Βουλή ματαιώσει το Brexit. Στρατός και αστυνομία προετοιμάζονται ήδη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών είναι όντως τόσο μεγάλο που πολλοί το συγκρίνουν με το χάσμα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στη Γαλλία του 16ου αιώνα ή τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο του 17ου αιώνα. Στο τέλος, μεταξύ άλλων, μπορεί να δούμε ακόμη και το τέλος του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν η Σκοτία και ίσως και η Βόρεια Ιρλανδία αποφασίσουν να φύγουν προκειμένου να παραμείνουν στην Ευρώπη.
«Oι καιροί», όπως τραγούδησε ο Μπομπ Ντίλαν, «αλλάζουν». Μόνον που, ατυχώς, δεν είμαστε στο 1964