![](https://www.iloveithaki.gr/wp-content/uploads/2019/03/pinakas.jpg)
AYΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, 1907, ΓΚΟΥΕΝ ΤΖΟΝ
εφσυν /17.03.2019, 11:00
Θα αφιέρωνε ένα απόγευμα να τακτοποιήσει τα συρτάρια στο γραφείο της. Δεν το έκανε συχνά. Συνήθως ήταν τακτική: ό,τι έπαιρνε το έβαζε μετά στη θέση του. Ή δεν ήταν καθόλου τακτική: το άφηνε πάνω στο γραφείο, το ξεχνούσε μέρες, που γίνονταν εβδομάδες, και μετά έπρεπε να τακτοποιήσει τα συρτάρια και το γραφείο.
Μια τέτοια ημέρα ήταν κι αυτή. Η Κυριακή ενός τριημέρου αργίας, με τους πολλούς να λείπουν και την ησυχία να γίνεται σχεδόν απολαυστική. Ευκαιρία για αναδιοργάνωση.
Αδειασε τα συρτάρια, μοίρασε τα αντικείμενα σε κατηγορίες, τι είναι τι, τι χρειάζεται πιο συχνά, τι λιγότερο, αλλού τα μολύβια, αλλού τα χρώματα, αλλού τα σημειωματάρια. Και ένα πακέτο φάκελοι και επιστολόχαρτα. Ανοιχτό γκρι-γαλάζιο. Ασορτί.
Τα είχε αγοράσει πιστεύοντας ότι θα χρησίμευαν. Οτι τα σπουδαία και τα σημαντικά θα τα έγραφε με τα στρογγυλά καλλιγραφικά της γράμματα – είχε ασκηθεί πολύ σ’ αυτό, δεν μπορούσε τα δυσανάγνωστα τετράδια. Δεν της άρεσαν οι μουντζούρες…
Αλλά τόσα χρόνια, ελάχιστα φύλλα είχε χρησιμοποιήσει. Και για λάθος λόγους. Επομένως;
Σε ποιον να στείλει γράμματα; Αφού όλα τα έλεγε στο τηλέφωνο και το e-mail έκανε μια χαρά τη δουλειά του.
Να τα χρησιμοποιήσει για τις σημειώσεις στη δουλειά; Για τις λίστες με τα ψώνια; Τα λυπόταν. Ηταν βαρύ, καλής ποιότητας χαρτί, το είχε πληρώσει αρκετά ακριβά.
Τακτοποιούσε τα συρτάρια και είχε αφήσει στην άκρη το σετ με τα επιστολόχαρτα. Θα έβλεπε τι θα τα έκανε.
Οταν τα πήρε έκανε μεγάλα σχέδια. Ηθελε να τα χρησιμοποιήσει για τον σκοπό που προορίζονταν: να γίνουν γράμματα, να περιέχουν σκέψεις, ιδέες, μηνύματα φανερά ή γεμάτα υπαινικτικά νοήματα. Να τα αρωματίζει ώστε όταν ανοίγει ο παραλήπτης τον φάκελο να μυρίζει κάτι δικό της. Χαμογέλασε στη σκέψη αυτή τώρα.
Ετσι άφησε τα συρτάρια ανοιχτά, πήρε ένα φύλλο χαρτί και ένα μπλε στυλό με μαλακή μύτη και άρχισε να γράφει. Μια επιστολή.
Ξεκίνησε χωρίς την προσφώνηση, αρχικά. Δεν ήξερε σε ποιον θα την έστελνε, οπότε πήγε κατευθείαν στο κυρίως κείμενο.
Η πρώτη παράγραφος ήταν για την υγεία και την καθημερινότητά της. Εκανε και ερωτήσεις για την υγεία του (της;) παραλήπτη. Τυπικά πράγματα. «Είμαι καλά, κουράζομαι, κοιμάμαι όπως πάντα λίγο και ανήσυχα. Τελευταία διαβάζω ποίηση. Και ένα βιβλίο της Αλιέντε. Το παίρνω μαζί μου στο μετρό. Εσύ πώς είσαι; Πώς τα πας με τη δουλειά;».
Αλλά όσο προχωρούσε, με κάθε λέξη, κάθε πρόταση, ο παραλήπτης έπαιρνε πρόσωπο, αποκτούσε μάτια, χείλη, μύτη, μαλλιά, δέρμα και σώμα. Αντιδρούσε στις λέξεις της.
Οταν οι ερωτήσεις τελείωσαν, άρχισε ένας μονόλογος για σκέψεις και επιθυμίες, συναισθήματα που είχαν γεννηθεί και μεγάλωναν, που έριχναν ρίζες και άνθιζαν. Είχαν και μερικά παράπονα πού και πού, αλλά δεν τα απέρριψε. Τα άφησε να εκφραστούν.
Εγραφε, έγραφε, έγραφε, πήρε και δεύτερο φύλλο χαρτί, το γέμισε και από την πίσω πλευρά. Την πόνεσε το χέρι της από τη δύναμη που έβαζε πατώντας το στυλό, φούσκωσε λίγο ο κάλος που είχε αποκτήσει από τα σχολικά χέρια στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού.
Η επιστολή της είχε φτάσει στο τέλος. Επρεπε να την κλείσει κάπως, με μια παραίνεση στον παραλήπτη να απαντήσει. Και να του στείλει μια ευχή.
Το έκανε.
Υστερα διάβασε την επιστολή της ξανά από την αρχή, χωρίς να συμπληρώσει την προσφώνηση. Σκεφτόταν τον παραλήπτη: Πώς θα αντιδρούσε αν τα διάβαζε όλα αυτά; Τι αισθήματα θα του προκαλούσε;
Εβαλε την επιστολή της σε έναν ασορτί φάκελο και τον ψέκασε με λίγο άρωμα. Την έβαλε στο συρτάρι.
Τις επόμενες μέρες, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έγραφε μια επιστολή, στον ίδιο παραλήπτη. Πότε πιο μεγάλη, πότε πιο λιγόλογη. Και την έβαζε αρωματισμένη στο συρτάρι.
Σε καμία δεν έγραψε προσφώνηση. Οι επιστολές αυτές δεν θα ταχυδρομούνταν ποτέ. Ο παραλήπτης δεν θα τις διάβαζε. Το μόνο που εκείνη ήθελε ήταν να μην πάνε χαμένα τα γκρίζα-γαλάζια επιστολόχαρτα.