Σημαιάκια πλαστικά τρίζουν και πλαταγίζουν στη λιακάδα, στην αυλή του σχολείου, στο μυαλό του παιδιού.
Δυο φορές τον χρόνο η πατρίδα συνοψίζεται σε ένα πλαστικό σημαιάκι, έξαλλο, περήφανο το πρωί, τσαλακωμένο, σκισμένο, ποδοπατημένο το μεσημέρι. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο ελάχιστη, με μερικές εξάρσεις ανάτασης ενδιάμεσα, «Θούριος», το παιδί σηκώνεται από τα τσιμεντένια σκαλιά της αυλής, στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο, μπροστά σε δασκάλους, συμμαθητές, νιώθει άβολα κι ωραία, γιατί θέλει να γίνει ηθοποιός, απαγγέλλει, προσέχει πολύ στον στίχο «Σουλιώτισσα κι η μάνα», στις πρόβες που έκανε στο σπίτι ο πατέρας της κούνησε το κεφάλι, «Μη λες “Σουλιώτισσα κιμά, να”» της είπε, αφού πει το ποίημα σκέφτεται μόνο πότε θα τελειώσει η γιορτή, να φύγουν, να παίξουν, μέρα χωρίς σχολείο, βαρετοί λόγοι, μια επανάσταση, πολλά ονόματα, η Ρωσία, ελληνικά ονόματα, η Αυστρία, δύσκολα ονόματα, Παλαιών Πατρών Γερμανός, τι όνομα είναι αυτό;
Ολα είναι τόσο μακρινά και παράξενα, τα τσιγκελωτά μουστάκια, οι φουστανέλες, το σκοτεινό κρυφό σχολειό, όλα μπλέκονται, γίνονται μέρος της εσωτερικής εικονογραφίας και πιο έντονα βέβαια εγγράφεται μόνο ο Αθανάσιος Διάκος, που μας μαθαίνει την ανατριχίλα που θα νιώσουμε αργότερα βλέποντας θρίλερ σε μια ηλικία που δεν ξέρουμε ακόμα ότι υπάρχουν, και τον σκεφτόμαστε στη σούβλα, να γυρίζει αργά-αργά πάνω από φλόγες, όπως όταν πηγαίνουμε στο χωριό, κι ενώ έχουμε αρχίσει να μετράμε τις μέρες για τις διακοπές του Πάσχα, στην Αθήνα υπάρχουν ακόμα άδεια οικόπεδα, μικρά πάρκα όπου εκρήγνυνται με τον ερχομό της άνοιξης οι μαργαρίτες και καλύπτουν τα πάντα, σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο για να μας κρατήσει η καταπράσινη αγκαλιά τους, μας φτάνουν ώς το στήθος, και φωνάζουμε «Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει», αν μας έμειναν τελικά δυο στίχοι από όλη τη σχολική μας καριέρα είναι μάλλον αυτοί, και ξεκαρδιζόμαστε, και μας τσιμπούν οι τσουκνίδες και μαζεύουμε μολόχες και τότε τ’ αγόρια παλεύουν για την επανάσταση κι εμείς είμαστε ηρωίδες στα μετόπισθεν που γιατρεύουμε τα τραύματά τους και από την κορυφή της μεγάλης κατηφόρας του οικοπέδου χορεύουμε τον χορό του Ζαλόγγου, όλα είναι ασύνδετα, δεν μας εμπνέει κανείς κανένα ιδανικό, κανένας δάσκαλος δεν έχει καταφέρει να μας δώσει μια συνεκτική εικόνα, μόνο λάβαρα που υψώνονται, οπλές αλόγων που χτυπάνε το έδαφος, αναπτύσσουμε μια αποστροφή για τον εθνικό ποιητή που οι περισσότεροι δεν θα ξεπεράσουν ποτέ και κάποιοι, πολύ λίγοι, θα ανακαλύψουν και πάλι, έκθαμβοι, μετά την ενηλικίωση, οι ιστορίες των αγωνιστών ακούγονται ακριβώς όπως τα παραμύθια και βρομοκοπούν διδακτισμό, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας αφορά, θα τα μαθαίνουμε για χρόνια, τίποτα δεν θα καταλάβουμε, θα κοιτάζουμε μόνο αν πέφτει καθημερινή η 25η Μαρτίου.
Κάποτε θα αναρωτιόμαστε αν θυμόμαστε κάτι από το σχολείο, θα συζητάμε τον μύθο του κρυφού σχολειού, θα πηγαίνουμε ερωτευμένοι στο Ναύπλιο και θα σκεφτόμαστε για μια στιγμή και τον Ιωάννη Καποδίστρια τρώγοντας τηγανητές πατάτες, αλλά και τη γιαγιά μας, που τέτοια μέρα καθόλου δεν την ένοιαζε το έθνος, παρά μονάχα ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και ότι ποτέ δεν φάγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά και ούτε θα θελήσουμε ποτέ.
Και το βράδυ η τηλεόραση θα παίζει ασπρόμαυρες ταινίες με τους ήρωες του ’21, τα κοστούμια, τα σκηνικά, φτηνά και λίγο μίζερα, οι ήρωες των ονείρων μας είναι ήδη Αμερικάνοι, και νυστάζουμε από το παιχνίδι, και έχει μπει η άνοιξη και το φως καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, έτσι που κανένα σκοτάδι παλιάς καταπίεσης και φόβου δεν μπορεί να μας φτάσει, και πάμε για ύπνο, και την επόμενη μέρα όλα θα είναι λίγο πιο πλατιά, πιο μεγάλα, γιατί οι επαναστάσεις έγιναν, το κράτος υπάρχει, τα χαμομήλια αντέχουν, και αυτό θα συνεχίζεται έτσι για μερικά χρόνια, αλλά εμείς, με τα μάτια να κλείνουν στο κρεβάτι πιστεύουμε ακόμα στο «για πάντα».