Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Κορτάσαρ πριν από τον θάνατό του ήταν το «Κάποιος Λούκας», μια πυκνή νουβέλα όπου ο Λούκας μοιάζει άλλοτε με αυτοβιογραφικό καθρέφτισμα του ίδιου του συγγραφέα, άλλοτε με συνεργό του (ακριβώς όπως διακήρυττε ο Κορτάσαρ).
Με μια σειρά μικρών κεφαλαίων που συχνά προσιδιάζουν σε αυτόνομες ιστορίες-μπονσάι, όπως η εναρκτήρια όπου ο Λούκας πολεμάει τον εαυτό του εν είδει δυσκατάβλητης Λερναίας Υδρας, ο συγγραφέας χτίζει μια επαγωγική, θρυμματισμένη, αλλά κάθε άλλο παρά ασύνδετη τοιχογραφία. Με τη γνωστή, ήδη από το «Κουτσό», παιγνιώδη προσέγγισή του στη γλώσσα και τη δομή, ο Κορτάσαρ χτίζει μέσω του Λούκας, ενός συγγραφέα που ζει στο Παρίσι (όπως άλλωστε και ο επινοητής του), έναν κόσμο στον οποίο αντικαθρεφτίζονται η φιλοσοφία του για τη ζωή, οι αδυναμίες, οι προτιμήσεις ή οι απέχθειες που ο ίδιος φαίνεται να είχε.
Η πολιτική, τα νιάτα και τα γηρατειά, η φιλία και ο φόβος του τέλους, το γράψιμο αλλά και η μουσική είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που ο Λούκας τεκμαίρεται εξ ονόματος του Κορτάσαρ – κι ο αναγνώστης παρασύρεται στο παιχνίδι του να βάλει στη σειρά τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν το «όλο» του μυστηριώδους Λούκας, χωρίς όμως να χάνει λεπτό από τα μάτια του το παράλληλα συντιθέμενο «όλο» του Χιλιανού συγγραφέα.
Μάλιστα, το ότι ο Λούκας μοιάζει να αφηγείται κάνοντας έναν τελικό απολογισμό του βίου του, ενισχύει ακόμα περισσότερο τη (λιγότερο ή περισσότερο) υποσυνείδητη σύνδεση που κάνει ο αναγνώστης ανάμεσα σε συγγραφέα και πρωταγωνιστή. Τελικά (και μέσα από ακόμα μία προσεγμένη και απολαυστική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη) ο Κορτάσαρ μοιάζει να επιμένει πως και ο θάνατος δεν είναι παρά ένα παιχνίδι: το παιχνίδι τού ποιος θα θυμάται να πει οτιδήποτε για σένα και για το πώς έβλεπες τον κόσμο γύρω σου.
Από την άλλη μεριά, ο πολυβραβευμένος Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Φορντ, γνωστός για την τριλογία (ή μάλλον τετραλογία) με ήρωα τον μεσοαστό Φρανκ Μπάσκοουμπ, ήδη στα 75 του σήμερα, μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο δίπτυχο χρονικό μέσω του οποίου κάνει έναν (αυτο)βιογραφικό απολογισμό της ζωής των γονιών του. Στο «Μεταξύ τους» θα περίμενε ίσως κανείς ο Φορντ να μας δώσει έναν μυθιστορηματικό απολογισμό του βίου και της πολιτείας των γονιών του – αντ’ αυτού γράφει στην ουσία ένα «αντι-χρονικό» σε δύο διακριτά μέρη.
Στο πρώτο, γραμμένο πολύ πρόσφατα εν έτει 2015, ο συγγραφέας μιλά για την ανάμνηση της ζωής (και του θανάτου) του πατέρα του. Στο δεύτερο, γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μιλά για τη μητέρα του. Το βιβλίο αποτελεί «αντι-χρονικό» κυρίως επειδή ο Φορντ προσεγγίζει τη ζωή των γονιών του ως παρείσακτος – και έτσι το «Μεταξύ τους» χάνει μεμιάς την όποια στοργική χροιά είχε (ως αποτέλεσμα της εικόνας ενός μικρού παιδιού στην αγκαλιά των δικών του) και μετατρέπεται στην ουσία σε εμπόδιο, σε ένα σάρκινο πέτασμα που ήρθε να χωρίσει τον Πάρκερ από την Εντνα Φορντ.
Συμβιβασμένοι καθώς φαίνεται πως ήταν οι δυο τους με το να μείνουν άκληροι, η γέννηση του Ρίτσαρντ 15 χρόνια μετά τον γάμο τους ήρθε να αλλάξει τις ισορροπίες τής (σχεδόν) νομαδικής ζωής τους στον αμερικανικό Νότο. Ο συγγραφέας μάλιστα, θέλοντας προφανώς να εντείνει την αίσθηση απόσχισης του πατέρα από τη μητέρα του με την έλευσή του, δεν επιχειρεί να ενώσει δομικά ή στιλιστικά τα δύο μέρη του βιβλίου – ο «χωρισμός» αποτελεί το θέμα του.
Οσο βέβαια συγκινητικό και γεμάτο (παράδοξη ίσως) κατανόηση κι αν είναι το «Μεταξύ τους», δεν μπορεί να σταθεί αφηγηματικά στο ύψος των μεγάλων μυθιστορημάτων του, «Αθλητικογράφος» και «Ημέρα Ανεξαρτησίας» (ενώ υπάρχουν λάθη επιμέλειας στην κατά τ’ άλλα ακριβή μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου).
Παρ’ όλα αυτά, η σκηνή του θανάτου του Πάρκερ από ανακοπή καρδιάς μάς υπενθυμίζει όλα όσα κάνουν τη γραφή του Ρίτσαρντ Φορντ σπουδαία: υπόγεια ένταση, ειλικρινές συναίσθημα, ισχυρή μεταδοτικότητα και μια συνολική αίσθηση πως ο αναγνώστης βρέθηκε μόλις μπροστά σε μία ακόμη αποκαλυφθείσα αλήθεια.
Ομοίως, στο δεύτερο μέρος, η περιγραφή της συγκατοίκησης του έφηβου Ρίτσαρντ με τη μητέρα του ενώ εκείνη ξαναφτιάχνει με κόπο την ερωτική της ζωή είναι εξίσου γλαφυρή και αφήνει τις σιωπές μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων να μιλούν τόσο εύγλωττα όσο μόνο ο Φορντ γνωρίζει να το κάνει.
Εν κατακλείδει, τόσο ο Κορτάσαρ όσο και ο Φορντ, δύο συγγραφείς σπουδαίοι μα ριζικά διαφορετικοί στην προσέγγισή τους, συγκλίνουν εδώ στο εξής: στην «επίγευση» των αναμνήσεων που έχουν οι άλλοι για εμάς ως το κύριο (αν όχι το μόνο) μέσο διά του οποίου συνεχίζουμε να υπάρχουμε μετά θάνατον.
Κι αν ο Κορτάσαρ το έκανε προφητικά με επίκεντρο τον εαυτό του, ο Φορντ επικεντρώνεται μεν στην ιστορία του πατέρα και της μητέρας του, αλλά στην ουσία μιλά για τον ίδιο. Ετσι, και στα δύο βιβλία, η πρόσθεση ή αφαίρεση αφηγηματικών στιγμών σε ένα σύμπαν συμβάντων και αναμνήσεων είναι ξανά και ξανά ο καταλύτης αυτού που απομένει από την ίδια τη ζωή.