Η ενασχόληση με την πολιτική σημαίνει πολλά και διάφορα πράγματα: ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει, συζητήσεις, συγκρούσεις, μεταμέλειες και αναθεωρήσεις, ελπίδες και απογοητεύσεις…
Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία όμως υπάρχει μια εμβληματική στιγμή, η οποία δεν προστίθεται στις υπόλοιπες αλλά τις περιλαμβάνει και κυρίως τις χαρακτηρίζει: η στιγμή που βάζουμε ένα ψηφοδέλτιο στον φάκελο και πετάμε τα υπόλοιπα.
Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η επιλογή αυτή, μολονότι εμβληματική, καθορίζεται από διάφορους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και την προδικάζουν. Εχουν δίκιο.
Η εκλογική αναμέτρηση ωστόσο δεν είναι μόνο η κατάληξη αλλά το πρότυπο, με την έννοια ότι η πολιτική δραστηριότητα, σε όλες τις εκφάνσεις της, ακολουθεί την ίδια λογική. Που είναι ότι έχουμε όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να διαλέξουμε.
Τι το παράξενο, θα πείτε. Αυτό δεν σημαίνει δημοκρατία; Σίγουρα χωρίς εκλογές δημοκρατία δεν νοείται καν. Αν το ψάξουμε όμως θα διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Γιατί στην κάλπη το Ναι και το Οχι είναι απόλυτα.
Δεν μπορούμε να δηλώσουμε ότι σε ορισμένα σημεία διαφωνούμε με τους δικούς μας, πόσο μάλλον ότι σε κάποια άλλα οι αντίπαλοι ίσως έχουν δίκιο, δεν επιτρέπεται να εκφράσουμε επιφυλάξεις, να μιλήσουμε για αποχρώσεις που δεν χωράνε σε μια λογική άσπρου-μαύρου. Με άλλα λόγια, να φερθούμε όχι ως κομματικοί οπαδοί αλλά όπως πρέπει να φέρονται όσοι πραγματικά και γόνιμα ενδιαφέρονται για την πολιτική.
Αυτό το γνωρίζουν καλά τα κόμματα. Και το εκμεταλλεύονται δημιουργώντας την αίσθηση ότι όποτε προκύπτει οποιαδήποτε αντιδικία καλούμαστε να διαλέξουμε με τον ίδιο απόλυτο τρόπο.
Ετσι όμως, χωρίς να το αντιληφθούμε, αποδεχόμαστε μια αρχή που αντιβαίνει στην κριτική σκέψη: ότι στην πολιτική το τι (λέμε ότι) επιδιώκουμε, δηλαδή η εξωραϊσμένη ιδεολογία μας, έχει τόσο μεγάλη σημασία, ώστε το πώς το επιδιώκουμε αποσιωπάται.
Για παράδειγμα, εκείνοι που πιστεύουν ότι η απελευθέρωση της αγοράς, ως υπέρτατη αξία, είναι η μόνη λύση, αποφεύγουν κάθε συζήτηση για την παρεπόμενη διεύρυνση της ανισότητας, την απληστία, τα προνόμια των ισχυρών, μεταξύ των οποίων είναι και το να μην πληρώνουν φόρους κ.ο.κ.
Στην απέναντι όχθη, η ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς, δηλαδή η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης, υποτίθεται ότι διαγράφει τα ψέματα, τον κυνισμό, τον αυταρχισμό και τα εγκλήματα που κατά καιρούς διαπράχθηκαν στο όνομά της. Κοντολογίς, μας αναγκάζουν να πούμε Ναι ή Οχι στην εξωραϊσμένη αυτοπροσωπογραφία που αμφότεροι έχουν φιλοτεχνήσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερτίμησης του «τι» σε βάρος του «πώς» είναι το Μακεδονικό. Ανθρωποι που θεωρούν εαυτούς φιλελεύθερους και οι οποίοι επί δεκαετίες ζητούσαν να δοθεί μια λύση σαν εκείνη που τελικά δόθηκε, πασχίζουν τώρα να την υποσκάψουν επειδή, λένε, όσοι την εγκρίνουν κουβαλάνε νερό στον μύλο του ΣΥΡΙΖΑ και δυσκολεύουν την επίτευξη του απώτερου στόχου τους.
Κατ’ αναλογία, οι Συριζαίοι θέλουν να κριθούν με βάση το τι έπραξαν στο Μακεδονικό, το οποίο γίνεται σφουγγάρι που σβήνει το πώς κυβέρνησαν επί τέσσερα χρόνια: τα θηριώδη ψέματα, τη σύμπλευση με τη σκληρή Δεξιά, τον στιγματισμό όσων τόλμησαν να πουν κάποια πράγματα που σήμερα η κυβέρνηση όχι μόνο αποδέχεται αλλά τα επικαλείται για να εξηγήσει την κωλοτούμπα της.
Με την ίδια λογική, όταν κάποιος κρίνει θετικά τη Συμφωνία των Πρεσπών, η διάγνωση των Νεοδημοκρατών είναι ότι αποφάσισε τελικά να ενταχθεί στην εκκολαπτόμενη σοσιαλδημοκρατία που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι όταν μιλήσει για τον κυνισμό, την αλαζονεία και τις ύβρεις με τις οποίες περιέλουσε η κυβέρνηση τους διαφωνήσαντες, οι Συριζαίοι απαντούν: Αρα είσαι με τον Μητσοτάκη!
Διευκρινίζω, για να μην παρεξηγηθώ, ότι στη δημοκρατία έρχεται πάντα η στιγμή που θα αναγκαστούμε να διαλέξουμε σταθμίζοντας τα συν και τα πλην, με όσο μυαλό μάς έδωσε ο Θεός και με γνώμονα τις πεποιθήσεις ή τις προκαταλήψεις μας.
Δηλαδή να ψηφίσουμε επιλέγοντας το απόλυτο Ναι και το απόλυτο Οχι. Μέχρι τότε όμως, μπορούμε και πρέπει να αντισταθούμε στις ιδιοτελείς απλουστεύσεις και στη λογική του άσπρου-μαύρου την οποία καλλιεργούν συστηματικά τα μεγάλα κόμματα για να κερδίσουν την άνευ όρων υποστήριξή μας για το ένα και την εξίσου απόλυτη απόρριψη του άλλου. Ας μην μπούμε στο καλούπι που κατασκεύασαν.
Το ποιο ψηφοδέλτιο δεν θα πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων είναι μια επιλογή που την κάνουμε μόνο και μόνο επειδή την επιβάλλει η δημοκρατία.
Μια αναγκαία επιλογή, αλλά σε τελική ανάλυση παραμορφωτικά μονόχρωμη. Μέχρι τότε όμως μπορούμε και οφείλουμε να αντισταθούμε στις εκ του πονηρού απλουστεύσεις των κομματικών ιδεολόγων. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι σύμφωνα με τον νόμο υπάρχει και το λευκό.