Το πρωί στο ξενοδοχείο ο Δ. –που είχε δει ψάρια στο όνειρό του να κολυμπούν στον νεροχύτη του σπιτιού του– κατέβηκε κατηφής για πρωινό. Δεν ήταν προληπτικός, μα από πάντα άκουγε πως τα ψάρια στο όνειρο είναι λαχτάρα και καλά θα έκανε να πρόσεχε τις επόμενες μέρες.
Βρήκε την υπόλοιπη αποστολή και κάθισε κοντά τους. Είχαν έρθει σε τούτο το νησί για ένα συνέδριο. Ενα ψαράκι ζωγραφισμένο στο πιατάκι του καφέ τον κοίταζε χαμογελαστό – αν χαμογελούν τα ψάρια. «Μπα σε καλό μου πρωινιάτικα, βαλτοί είναι όλοι;» αναρωτήθηκε και γύρισε το πιατάκι ανάποδα. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την αίθουσα του συνεδρίου. Ωραίο πράγμα τα συνέδρια. Παντα τα χαιρόταν. Δεν έχανε συνέδριο για συνέδριο. Από τον Καναδά μέχρι τη Ρόδο. Οπου και να βρισκόταν τώρα, να σκέφτεται τα ψάρια του ονείρου.
«Φταίει που παράφαγες χθες βράδυ!» λέει η γυναίκα του, που τον πήρε τηλέφωνο για μια «καλημέρα». «Μάλλον έτσι θα ’ναι» σκέφτεται κι αυτός και κάθεται στη θέση όπου θα περάσει τις επόμενες έξι ώρες. Οι έξι ώρες πέρασαν, πιασμένος και πονοκεφαλιασμένος από τα τόσα που άκουσε, βγαίνει έξω να πάρει μια ανάσα. Επιβιβάζεται στο πούλμαν για τους συνέδρους, που θα τους πάει σε μια παραλιακή ταβέρνα.
Ενας γιγάντιος ροφός προσγειώνεται δίπλα στο πιάτο με τη σούπα του. Τον κοιτάζει με μισό μάτι. Ο ροφός. Τον κοιτάζει κι αυτός, «άι στο καλό, τυχαίο θα είναι». Ομως πίσω είχε ο ροφός την ουρά! Διότι έτσι όπως απολάμβανε το ωραίο μοσχοφίλερο και ρουφούσε τη σούπα του, ένα κόκαλο του τρύπησε τον λαιμό. Και όσο νερό κι αν ήπιε, όσο ψωμί κι αν έφαγε, δεν έλεγε να φύγει! «Το ’δα εγώ το παλιόνειρο με τα βρομόψαρα!» είπε στον διπλανό του, ο οποίος του έλεγε να ηρεμήσει, να χαλαρώσει, και θα ξεσκαλώσει μόνο του το κόκαλο. Τον βρήκε όμως το απόγευμα και ήταν στην ίδια κατάσταση. Και –λες και κάποιος εκεί ψηλά του έκανε πλάκα– ήρθε η σύνοδος του γκρουπ να του πει πως ξεκινούν σε λίγο για… το ενυδρείο.
Θαυμαστό και ξακουστό το ενυδρείο της Ρόδου, ήταν τουριστικός προορισμός. Πήγε ο έρμος, τι να κάνει! Στάθηκε μπροστά σε ένα γιγάντιο ψάρι με ανθρωπίσια μάτια. Ηταν μόνο του σε ένα μεγάλο υδάτινο κλουβί και του ανταπέδιδε το βλέμμα στα ίσια. «Ακου να δεις, φιλαράκο», άρχισε να του μιλά εξομολογητικά, «σε καταλαβαίνω, κι εγώ σε ένα γιγάντιο κλουβί ζω, μη νομίζεις. Πες όμως τι να κάνω να φύγει το ρημάδι το κόκαλο από το λαιμό μου και υπόσχομαι: άλλη κακιά κουβέντα για τα ψαράκια δεν θα πω».
Το ψάρι τον κοίταζε ανοιγοκλείνοντας με ρυθμό το στόμα του και αφήνοντας μικρές μπουρμπουλήθρες. Το μιμήθηκε. Μια δυο, λες και χαλάρωσαν όλοι οι μύες του, το κόκαλο γλίστρησε ευεργετικά στον οισοφάγο και εκείνος ξελευθερώθηκε. Πάντα διηγείται πως εκείνο το απόγευμα τον βοήθησε ένα ψάρι. Και είναι αλήθεια πως, από τότε, ψάρι δεν ξανάφαγε ποτέ. Ούτε ξανάδε ψάρι στον ύπνο του.