Γενικά οι Νέοι Φιλόσοφοι, όπως αποκαλούν τη διανόηση που εισέδυσε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’70, δεν χαίρουν εκτιμήσεως στην ίδια τους τη χώρα· και όχι μόνο -θεωρούνται οι μεγαλύτεροι τσαρλατάνοι του πνεύματος και η εποχή τους χαρακτηρίζεται η χρυσή εποχή της μετριότητας. Πρόκειται για πρώην μαοϊκούς που εξαίφνης ανέλαμψαν ή είδαν το φως το «αληθινό» και αποφάσισαν εν μία νυκτί ότι είναι ουμανιστές εναντίον του ολοκληρωτισμού, δηλαδή πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ ‘το.
Ενας απ’ αυτούς μας επισκέφτηκε προσφάτως και είπε κάτι γλυκανάλατα για τον Ελληνα πρωθυπουργό, δυσφόρησε για τον «εθνικισμό» του Μίκη Θεοδωράκη και επιτέθηκε εναντίον του αρχηγού της Χρυσής Αυγής [και άλλα πολλά]. Επραξε το καθήκον του στο ακέραιο.
Ο φιλόσοφος οφείλει, ναι, να παρεμβαίνει στο κοινωνικό γίγνεσθαι όταν όμως έχει εποπτεία της πραγματικότητας -και μάλιστα της ελληνικής, διαφορετικά προβαίνει σε ολισθήματα, ειδικά όταν δεν έχει εργαστεί ποτέ στη ζωή του και γνωρίζει τη ζωή μέσα από τις σελίδες βιβλίων που άλλοι έχουν συγγράψει. Να τη μάθαινε, τουλάχιστον, και καλά. Γιατί υπάρχουν και οι μορφωτικοί, πράγματι, στοχαστές, ο Γκαίτε π.χ. ή ο ύστερος Βιτγκενστάιν αλλ’ αυτοί συμμετέχουν στον διάλογο πατώντας γερά στις ρίζες και σε ό,τι αποκομίζουν από την ανάγνωση των βιβλίων και των καιρών.
Ηδη η Πέπη Ρηγοπούλου μάς είπε, πολύ ευγενικά, τι έγραψαν γι’ αυτόν τον σαλτιμπάγκο της νέας φιλοσοφίας ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Είναι κι άλλοι [πολλοί άλλοι] που έχουν εξευτελίσει τους Νέους Φιλοσόφους και έχουν αποδείξει με επιχειρήματα ότι είναι φερέφωνα της εξουσίας· απλώς πασπαλίζουν τον λόγο τους με μια αντιεξουσιαστική [χρυσό]σκονη και περιφέρονται όπου τους καλεί το «καθήκον». Είναι δηλαδή ένα περιφερόμενο φουσκωμένο ασκί, παρασυρόμενο μάλλον από τη μαγεία της εξουσίας· διότι διαθέτει και η εξουσία τους ανέμους της, πώς να το κάνουμε, είτε γαλλικοί είναι αυτοί είτε ελληνικοί είτε λατινοαμερικανικοί και δεν συμμαζεύεται.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν ρωτάνε πια «τι ξέρουμε» (ποια είναι, διάολε, η πραγματικότητα), αλλά «τι μπορούμε να καταλάβουμε». Και βέβαια καταλαβαίνουν ό,τι οι εξουσίες τούς «επιτρέπουν» να καταλάβουν. Δεν σκέπτονται για τον εαυτό τους, σκέπτονται για τους κυρίαρχους. Και κοκορεύονται και από πάνω, παρ’ ότι συγχέουν την εποχή των τραγικών μας ποιητών με την προομηρική εποχή -και εξακολουθούν να μην ντρέπονται. Αλλά, για λίγο, θα μας ξανααπασχολήσουν.