Το τρένο δεν σφύριξε. Δεν σφυρίζουν πια τα τρένα. Ξεκίνησε χωρίς ένα σήμα που θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε κάποιον να τρέξει, να τον κατεβάσει κάτω, να τον αποτρέψει από τούτη τη φυγή. Η αμαξοστοιχία ξεκίνησε ανενόχλητη, αποφασισμένη να περάσει βουνά, λαγκάδια, χωριά, πόλεις μεγάλες. Ποιον έπαιρνε μαζί της; Εναν άντρα γύρω στα τριάντα που βρήκε το μακρύ ταξίδι λυτρωτικό. Με το αεροπλάνο ήταν πτήση τριών ωρών. Με το τρένο ήθελε δύο μέρες. Δεν έχει σημασία πού πάει.
Μπορούμε όλοι να δώσουμε όνομα στον προορισμό καθώς και στο σημείο αναχώρησης. Το σημείο αναχώρησης εξαρτάται από τη φορά των συναισθημάτων που πνέουν, δεν είναι ποτέ πια ίδιο για αυτόν που φεύγει, ενώ το σημείο άφιξης είναι συνήθως ίδιο για όλους. Είναι ο τόπος της λήθης. Σε λίγες ώρες πτήσης κανένας δεν ξεχνάει, σε δυο μέρες όμως ατελείωτων εναλλαγών συνειδητοποιείς πως ο κόσμος που έχεις στο κεφάλι σου είναι ο στενός μικρόκοσμος ενός κεφαλιού, καμία σχέση δεν έχει με την άπλα του πραγματικού κόσμου.
Ο ταξιδιώτης κοιτάει στο παράθυρο το είδωλό του να καθρεφτίζεται με φόντο το πρωινό μιας καταπράσινης άνοιξης. Σκέφτεται: «Αφού κανείς δεν με σταμάτησε –ούτε ο ίδιος μου εαυτός– σημαίνει πως είμαι λεύτερος». Τούτη η ελευθερία τον χαροποιεί και τον στενοχωρεί ταυτόχρονα. Μέχρι τώρα δεν ξέρει αν πραγματικά τη θέλει. Ισως πιο πολύ να επιθυμούσε να δει στην αποβάθρα εκείνη να λέει «Μη φύγεις!». Αντιθέτως, στην καρδιά του τώρα είχε ένα «Φύγε!». Τη θέλουμε πράγματι οι άνθρωποι την ελευθερία; Ή μήπως συχνά-πυκνά εξαρτιόμαστε συναισθηματικά από έναν δυνάστη; Στη δουλειά, στην οικογένεια, στην προσωπική μας ζωή;
Αυτά ρωτούσε το είδωλό του στο τζάμι, ήταν μοναδικός συνταξιδιώτης του την πρώτη μέρα. Στο κουπέ του δεν μπήκε άλλος κανένας. Το επόμενο πρωί σταμάτησαν σε ένα χωριό. Ηρθε δίπλα του μια ηλικιωμένη κυρία που κάτω από τις πολλές ρυτίδες είχε ένα πλατύ χαμόγελο σαν αυτό που έχουν οι άνθρωποι που ζουν δίπλα σε καθαρά νερά και ψηλά δέντρα. Ανεξήγητο πώς ένιωσε οικειότητα με τούτη τη μορφή, ίσως μέσα στο βάθος των ματιών της είδε τη μάνα του ή επιθυμούσε να τη δει. Σε ποια γλώσσα να μιλήσει; Δεν ήξερε και τι να πει αν τον ρωτούσε πού πάει και τι άφησε πίσω. Εκείνη τον κοίταξε και έβγαλε από την τσέπη της ένα μεγάλο πορτοκάλι. Το καθάρισε με τα χέρια και του έδωσε το μισό. Το πήρε με ευγνωμοσύνη.
«Τώρα αρχίζει η λησμονιά», σκέφτηκε, «τώρα αρχίζει και η συγχώρηση». Οταν κάποιος άλλος άνθρωπος μοιράζεται κάτι δικό του. Μισό πορτοκάλι. Και «ξαναγεννιέσαι» από άλλη μάνα. Ο προορισμός αποκτά όνομα. Λέγεται «ζωή». «Δεν θα τον δεις καθαρά, φιλαράκο, αν δεν κάνεις το αναγκαίο ταξίδι», είπε κι έκλεισε το μάτι στον άνθρωπο που καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Στον τόπο, όμως, της λησμονιάς ανέτελλε ήδη ένας κατακίτρινος ήλιος.