Την ανάγκη των κομμάτων της αντιπολίτευσης να δημιουργούν θέματα που θα βλάψουν την κυβέρνηση, την καταλαβαίνω. Αυτή είναι η δουλειά τους. Την ανάγκη των μέσων ενημέρωσης να φωτίζουν πλευρές της δημόσιας ζωής που η εξουσία θέλει να μείνουν στο σκοτάδι, την καταλαβαίνω. Αυτό οφείλουν να κάνουν για να δικαιώσουν το ρόλο τους.
Καταλαβαίνω επίσης την ανάγκη και της αντιπολίτευσης και των φιλικών της δικτύων ενημέρωσης να τραβάνε από τα μαλλιά ασήμαντες υποθέσεις για να προκαλέσουν πρόβλημα στην κυβέρνηση. Ωστόσο, υπάρχουν και όρια. Όταν αυτά παραβιάζονται συστηματικά από τους ίδιους και τους ίδιους μπαίνεις στον πειρασμό να υποψιαστείς ότι υπάρχει δόλος.
Καμία εξουσία δεν είναι αθώα. Όλες, όποιο ιδεολογικό πρόσημο κι αν έχουν (δεξιό, σοσιαλδημοκρατικό, αριστερό, κομμουνιστικό), προσπαθούν να κρύψουν ό,τι τις ενοχλεί, να εξωραΐσουν τα πεπραγμένα τους, να φορτώσουν σε άλλους τις ευθύνες τους, να προσανατολίσουν τη δημόσια συζήτηση σε ζητήματα που τις ευνοούν και εκθέτουν τους αντιπάλους τους.
Αλλά, είπαμε, υπάρχουν-πρέπει να υπάρχουν- και ορισμένοι κανόνες, η συνειδητή υπονόμευση των οποίων, ζημιώνει συνολικά τη δημοκρατία, γιατί εμφανίζονται τα πολιτικά υποκείμενα και τα μέσα ενημέρωσης να λειτουργούν περίπου σαν συμμορίες με βασικό στόχο την εξόντωση των ανταγωνιστών τους.
Από το πλήθος των «αποκαλύψεων» (τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα) που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες μέρες μία διεκδικεί με αξιώσεις περίοπτη θέση στον κατάλογο της ξεφτίλας. Αφορά την ύποπτη κρατική χρηματοδότηση της ταινίας ενός άγνωστου στην Ελλάδα και τελείως ανυπόληπτου στην παγκόσμια κινηματογραφία σκηνοθέτη που ακούει στο όνομα Κώστας Γαβράς.
Δεν έχει νόημα να προσθέσεις κάτι άλλο. Πρόκειται για σκάνδαλο μεγάλου βεληνεκούς. Η συνέχεια επί της οθόνης. Κρίμα όμως που δεν προβλέπεται για το αδίκημα που διέπραξε αυτός ο απίθανος τύπος που φτιάχνει ταινίες τις οποίες δεν βλέπει κανείς ένα Ειδικό Δικαστήριο.