Είχε λεχθεί ότι η ελληνική κρίση θα ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για έντιμη, γενναία αποτίμηση των θεσμικών στραβών που μαστίζουν τη χώρα. Μολονότι αρκετές από τις αμαρτίες των προηγούμενων και της παρούσας γενιάς θα μετακυλιθούν στις επόμενες, θα περίμενε κάποιος ‒για θεραπεία των δεινών και έμπρακτη συγνώμη‒ μια σοβαρή κουβέντα για τα αίτια που βάρυναν το πολιτικό και οικονομικό σύστημα και, άρα, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Ωστόσο, το ποιες είναι οι τροπικότητες του πολιτικού πολιτισμικού, υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και ποια η συμβολή των εισροών αυτών στη συνολική ευημερία μας, το βλέπουμε πάντα εκ των υστέρων. Από την πλευρά της κοινωνιολογίας, και με όρους καπιταλιστικής ηθικής, αν το πολιτισμικό υπόβαθρο της ανάπτυξης της Δύσης ήταν η εμπιστοσύνη, το ασκητικό πνεύμα και η σκληρή εργασία, τότε με ποιους όρους έγινε η ανάπτυξη στην νεότερη Ελλάδα;
Καλύτερα, με ποιους όρους εμποδίστηκε; Από την πλευρά της οικονομικής επιστήμης –και πάντα σε σχέση με τους εταίρους-δανειστές μας‒ αν μια από τις αιτίες υστέρησης της Ελλάδας όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη ήταν οι ιδιαίτερες πολιτικές διευθετήσεις, τότε μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για τη λεβέντικη ληστοκρατία, τη διαφθορά και τη δεσποτεία που ανέλαβε, κληρονομικώ δικαίω (Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης) την κατανομή των σπάνιων πόρων στις «βέλτιστες» δυνατές χρήσεις τους, οδηγώντας μας στη χρεοκοπία.
Ακριβώς, πάνω στη θεσμική θωράκιση του καπιταλισμού, ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ, άφησε μερικές από τις πλέον γόνιμες παρατηρήσεις του. Λ.χ., ως προς τα οικονομικά τους, και μόνον ως προς αυτά, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ ως μονάδες ΑΦΜ, θεωρητικά έχουν εξαντλήσει τον «παραγωγικό» τους ρόλο στο πολιτικό σύστημα. Βάσει της ιδέας της «δημιουργικής καταστροφής», απλώς, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Παραδόξως πως, έρχονται ως θεράποντες του άχθους το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν. Και κανείς δεν συζητάει για τα ταμεία των κομμάτων, που κάπως θα πρέπει να γεμίσουν. Η περίπτωση Τσουκάτου είναι η επιτομή του μαύρου πολιτικού χρήματος.
Εδειξε το πού πηγαίνουν τα λεφτά «που δεν υπάρχουν πουθενά». Αυτή η επιτυχία και οι μελλοντικές κομματικές επιδόσεις διαψεύδουν την ιδέα της εύλογης κατάρρευσης υπό το βάρος της οικονομικής αποτυχίας. Απεναντίας, λόγω της «μαύρης επιτυχίας» το θεσμικό σύστημα γονατίζει την κοινωνία που το χρειάζεται και το προστατεύει. Και της στερεί κάθε ανανέωση∙ οποιοδήποτε «θεσμικό Αλλο». Η δυστοκία του «θεσμικού Αλλου» εδράζεται, ακριβώς, στην ιδιαιτερότητα που αφορά την ηθική, την ποιότητα διακυβέρνησης και –κυρίως‒ την ακεραιότητα των αξιωματούχων. Στην ιδανική θεωρητική περίπτωση, εκτός από το «invisible hand», το διάσημο «αόρατο χέρι» του Ανταμ Σμιθ, οι κυβερνήσεις σήμερα είναι και «helping hand»: δρουν σαν «χέρι βοηθείας» στο σύστημα της αγοράς.
Δηλαδή, σαν χέρι που μεριμνά για τη σταθερότητα, τη συλλογικη ευημερία, το δημόσιο συμφέρον∙ που διασφαλίζει τις συμβάσεις, προωθεί τον υγιή ανταγωνισμό, διώκει τις απάτες, τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ.ο.κ. Αντίθετα, στο μοντέλο που επινόησαν και προασπίζονται Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ ή ΚΙΝ.ΑΛΛ. και λοιποί κλώνοι, οι δεσπότες δραπετεύουν συνειδητά από το παραπάνω ιδεώδες και δρουν σαν «grabbing hand» ‒ σαν «αρπακτικό χέρι». Χρησιμοποιούν τη δύναμη του κράτους για να βοηθήσουν τον ισχυρό και επιτήδειο να γίνει πλουσιότερος εις βάρος των πολλών και της συνολικής ευημερίας (λέγε με Siemens ή Novartis).
Δρουν θεσμικά εις πείσμα όλων των εμπειρικών ερευνών που αποδεικνύουν ότι η έκταση της διαφθοράς είναι ο μείζων μηχανισμός ανάσχεσης του εκσυγχρονισμού, της οικονομικής ανάπτυξης και, άρα, ανόδου της συνολικής ευημερίας σε μια χώρα. Ο Ανταμ Σμιθ στον νεαρό φιλελευθερισμό του 18ου αιώνα, είχε μια ιδέα για τον ρόλο των κρατικών και πολιτικών θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη. Τελείως αισιόδοξα έγραφε: «Ελάχιστα πράγματα μας είναι απαραίτητα, πέραν της ειρήνης, της χαμηλής φορολογίας και ενός ανεκτού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, για να ανεβάσουμε ένα κράτος από τη χαμηλότερη βαθμίδα της βαρβαρότητας στην υψηλότερη βαθμίδα της ευημερίας: τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η φυσική πορεία των πραγμάτων».
Πάνω από δυο αιωνες μετά, όπως σχολιάζει ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πολλές χώρες δεν απολαμβάνουν τα παραπάνω τρία απλά πλεονεκτήματα. Και για την Ελλάδα των Μητσοτάκη, Λοβέρδου, Γεωργιάδη κ.ά. είναι πολύ φιλόδοξοι στόχοι∙ άπιαστοι. Δυστυχώς για τους Ελληνες. Η εκ των υστέρων σοφία έδειξε χρεοκοπία – για την οποία δεν έφταιξε κανείς. Φαίνεται πως όλα έγιναν κατά πως έπρεπε. Και φτάνουμε στο τέλειο: στην παραδοχή του σκανδάλου τριών δισεκατομμυρίων ευρώ «χωρίς» αυτουργούς συν ένα σύνολο διανοητικών, πολιτικών και συνταγματικών προϋποθέσεων που δικαιώνει τους υπεύθυνους.
Οι τελευταίοι εμφανίζονται ως θύματα που, όμως, δρουν με πυγμή ενώ θα έπρεπε να σκεφτούν. Έχοντας «κεφαλαιοποιήσει» δυνατότητες φυλάρχων, ηθική που στερούνται, χρόνο δανεισμένο από το μέλλον της νέας γενιάς, λειτουργούν ως χωροδεσπότες, ως μηχανισμός ξένος προς την αξιοπρέπεια και τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας που δοκιμάζεται και μαστίζεται από την παλιανθρωπιά τους.