Η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίαςπυροδότησε έναν ιδεολογικό εμφύλιο στην Ελλάδα. Το κλίμα της πόλωσης και του φανατισμού χαρακτήριζε την εποχή. Μόνο μέσα από αυτή την οπτική μπορούμε να κατανοήσουμε την πολεμική που ασκήθηκε στον Κρητικό συγγραφέα.
Η ιστορία έχει ως εξής: τον Απρίλιο του 1946, έπειτα από συνεδρίαση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, αποφασίστηκε να σταλεί αίτηση στη Σουηδική Ακαδημία με την υποψηφιότητα του Αγγελου Σικελιανού. Η κίνηση αυτή εξήψε το ενδιαφέρον του Καζαντζάκη, που διαπίστωσε ότι στο εσωτερικό της Ελλάδας, με όλο το κατεστημένο εναντίον του, δεν είχε πιθανότητες για οποιαδήποτε διάκριση.
Εχοντας διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενεργοποίησε τις γνωριμίες του και κατόρθωσε ύστερα από θυελλώδη συνεδρίαση της Εταιρείας να σταλεί στη Σουηδική Ακαδημία συμπληρωματικό έγγραφο που υποστήριζε τη συνυποψηφιότητα Καζαντζάκη. Η αίτησή του ωστόσο θεωρήθηκε εκπρόθεσμη και αποσύρθηκε.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΔΙΠΛΟ ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ
Την επόμενη χρονιά έγινε αυτό που επιθυμούσε διακαώς ο Νίκος Καζαντζάκης. Η αίτηση κοινής υποψηφιότητας των Καζαντζάκη-Σικελιανού για το Νόμπελ Λογοτεχνίας κατατέθηκε στη Σουηδική Ακαδημία από τον καθηγητή Νίκο Βέη.
«Σου ζητώ να ενωθούν τα ονόματά μας αναπόσπαστα» πρότεινε ο Καζαντζάκης στον Σικελιανό, «γιατί στην αγάπη ένα πράγμα μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα ’ναι διπλή». «Σύμφωνοι» απάντησε ο Σικελιανός δίνοντας τη συγκατάθεσή του. «Εγώ θα σε στεφανώσω με το στεφάνι μου κι εσύ με το δικό σου».
Οι λόγοι που διεκδικούσε ο Καζαντζάκης το Νόμπελ Λογοτεχνίας ήταν κυρίως τρεις. Πρώτα απ’ όλα, πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο θα έδινε μεγάλη χαρά στην Ελλάδα σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία και παράλληλα θα τιμούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Κατόπιν, θα εξασφάλιζε οικονομικά τη σύντροφό του Ελένη, η οποία είχε κυριολεκτικά δεινοπαθήσει τόσα χρόνια κοντά του από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Ο ίδιος, τέλος, θα μπορούσε να αφοσιωθεί στο συγγραφικό έργο του, δίχως να τον απασχολούν οι έγνοιες και οι σκοτούρες της καθημερινότητας.
Ηδη έκανε όνειρα για τους τόπους που θα επισκεπτόταν, την Ινδία, το Μεξικό και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, αφού τα ταξίδια αποτελούσαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης. Τη χρονιά εκείνη, το 1947, το Νόμπελ Λογοτεχνίας κατέληξε στον Γάλλο Αντρέ Ζιντ.
Το 1950, οι Σικελιανός και Καζαντζάκης προτάθηκαν εκ νέου για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον Σουηδό ακαδημαϊκό Χάλμαρ Γκούλμπεργκ. Συνυποψήφιοί τους ήταν μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Γάλλος Αλμπέρ Καμύ, ο Αγγλος Γκράχαμ Γκριν και ο Αμερικανός Ερνεστ Χέμινγουεϊ.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ, ΕΝΑΣ ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΝΑΝΙΑΣ
«Παράγγειλέ τους να ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους» είπε ο ελληνιστής Μπέργε Κνες στον Γιάννη Κακριδή το 1951, όταν εκείνος βρισκόταν στη Στοκχόλμη, θεωρώντας πως ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης είχαν σίγουρη την κατάκτηση του βραβείου. Αυτό όμως αποδείχθηκε ευσεβής πόθος. Το Νόμπελ του 1950 κατέληξε στον Ουαλό φιλόσοφο και μαθηματικό Μπέρτραντ Ράσελ.
Τον χειμώνα του 1951 ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς ταξίδεψε στη Στοκχόλμη με σκοπό να παρεμποδίσει τη βράβευση του Νίκου Καζαντζάκη με Νόμπελ, ο οποίος μετά τον θάνατο του Σικελιανού είχε απομείνει μοναδικός υποψήφιος. Παρέμεινε στη σουηδική πρωτεύουσα περίπου δύο μήνες και συνεργάστηκε με τον Ελληνα πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή, υπονομεύοντας τη δυναμική που ανέπτυσσε η υποψηφιότητα Καζαντζάκη. Οι φήμες έλεγαν ότι, επιπλέον, τις παραμονές της βράβευσης έφτασε τηλεγράφημα από την ελληνική κυβέρνηση που έλεγε ότι μια τέτοια βράβευση θα ήταν επικίνδυνη για τη χώρα.
Κάποια στιγμή, ο Καζαντζάκης έγραψε αγανακτισμένος στον Πρεβελάκη από το Παρίσι: «Ολα ήταν έτοιμα για να πάω στη Φλωρεντία και η ελληνική κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο. Εχω προξενικό διαβατήριο και αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε. Με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν».
Τρεις ήταν οι κύριες κατηγορίες εναντίον του Καζαντζάκη: α) κομμουνιστής, β) άθεος και γ) διαφθορέας των νέων. Η πολεμική εναντίον του συνεχίστηκε πολλά χρόνια.
Ο ελληνιστής Μπέργε Κνες, σε γράμμα που έστειλε στον Καζαντζάκη το ’54, αποκάλυψε: «Η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδική Ακαδημία ή στον βασιλιά για να συμβουλεύσει να μη δοθεί το βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπάστες Ελληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα ’ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».
Εντέλει, ο Κρητικός συγγραφέας μπορεί να έχασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά κέρδισε επάξια μια θέση στο διεθνές λογοτεχνικό πάνθεο.
Οπως έγραψε ένας Νορβηγός κριτικός σε εφημερίδα του Οσλο, «ο Καζαντζάκης δεν χρειάζεται το Νόμπελ. Αυτό που νιώσαμε όλοι εμείς διαβάζοντας τα βιβλία του είναι η ανταμοιβή του».
* Ο Κώστας Αρκουδέας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το χαμένο Νόμπελ» (Εκδόσεις Καστανιώτη)
** Περιοδικό Hot Doc #123, «Νίκος Καζαντζάκης: Ο διανοητής και ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο», 09/04/2017