Ποτέ δεν μου άρεσαν οι δημόσιες υπηρεσίες – για την ακρίβεια, οι υποχρεώσεις στις δημόσιες υπηρεσίες. Ξέρετε, αυτές που πρέπει να ζαλωθείς ένα πάκο χαρτιά: δηλώσεις, εξουσιοδοτήσεις, συμβόλαια, χαρτόσημα, φακέλους, γνήσια της υπογραφής, όσα φαντάζεσαι και όσα δεν φαντάζεσαι, για να διεκπεραιώσεις μια υπόθεση. Μπορεί να είναι φορολογική, πολεοδομική ή άλλη. Δεν έχει σημασία.
Προσωπικά, κάθε φορά που χρειάζεται να κάνω κάτι –απλό ή πιο σύνθετο– νιώθω σαν να κινώ για ειδική αποστολή στο άγνωστο με βάρκα τη γραφειοκρατία.
Βλέπετε, ακόμη και αν όλες αυτές οι υπηρεσίες έχουν σε μεγάλο βαθμό μηχανογραφηθεί, παραμένει ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό χειρόγραφης εργασίας και «χαρτούρας».
Εντυπωσιάστηκα, λοιπόν, όταν καταθέτοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα για δήλωση φόρου κληρονομίας –ως πληρεξούσια για πέντε κληρονόμους της ίδιας θανούσας–, διαπίστωσα ότι δεν αρκούσε η εγγραφή τους στο σύστημα Taxis, αλλά η πραγματικά ευγενέστατη και υπομονετική υπάλληλος προχώρησε στην καταγραφή των ενεργειών της σε δύο τεραστίων διαστάσεων και βάρους παλαιικά βιβλία, με χοντρά εξώφυλλα και ξεφτισμένα κορδόνια. Βιβλία που πήγαιναν από γραφείο σε γραφείο και από γκισέ σε γκισέ, για να καταγράφονται ανάλογες φορολογικές πράξεις.
«Και αν συμβεί κάτι και καταστραφούν τα ηλεκτρονικά αρχεία;» σκέφτηκα. «Ισως έτσι προστατεύονται και το ελληνικό Δημόσιο και οι φορολογούμενοι» απάντησα μόνη μου. Δεν τόλμησα να σκεφτώ τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση φωτιάς, ούτε να κάνω την ερώτηση στην κυρία πίσω από το τζάμι, που με τόση επιμέλεια και σπουδή έκανε τη δουλειά της.
«Θα μπορούσατε να καθίσετε», μου είπε. «Ο έλεγχος θα πάρει λίγη ώρα». Την ευχαρίστησα. Δεν υπήρχε κάθισμα, αλλά και να υπήρχε δεν θα μπορούσα να καθίσω. Υπέφερα από την αγωνία του πολίτη μπροστά στο γκισέ… Ανόητο ίσως, πραγματικό πάντως.
Αλλωστε λίγη ώρα πριν, σε μία άλλη ουρά, πολύ μεγαλύτερη, εκείνη του Μητρώου για τη διαγραφή ΑΦΜ, είχα γίνει μάρτυρας ενός περιστατικού που με ταρακούνησε κάπως. Ενας κύριος, ξένος, πιθανότατα εργαζόμενος μετανάστης, κρατώντας ένα κίτρινο χαρτάκι σημειώσεων έφυγε λέγοντας σε σπαστά ελληνικά: «Ευχαριστώ πολύ. Θα έρθω στις 29 Απριλίου».
Δεν πέρασε λίγη ώρα και επέστρεψε τρομοκρατημένος, μαζί με μια γυναίκα. Πήγαν μαζί στον υπάλληλο που τον είχε εξυπηρετήσει και η κυρία που τον συνόδευε ρώτησε με αγριεμένο ύφος: «Εχετε δει τι γράφει εδώ;» δείχνοντας το κίτρινο χαρτάκι.
«Φυσικά, εγώ το έγραψα», απάντησε ο υπάλληλος.
«Ξέρετε τι μέρα είναι η 29 Απριλίου;» ρώτησε ξανά αγριεμένη η κυρία.
Ο υπάλληλος κοίταξε με βλέμμα απορίας και ιώβεια υπομονή: «Δευτέρα;»
«Είναι η δεύτερη μέρα του Πάσχα και εσείς είπατε στον άνθρωπο να έρθει εδώ…» συνέχισε φουντωμένη η κυρία.
Ο υπάλληλος ξέσπασε σε νευρικό γέλιο, ίσως από αμηχανία, μπορεί και από κούραση. Η ουρά μεγάλωνε όλο και περισσότερο.
«Συγγνώμη, χίλια συγγνώμη», είπε όταν ηρέμησε. «Εχετε δίκιο, έκανα λάθος».
Πήρε το χαρτάκι, διόρθωσε την ημερομηνία και είπε στον ξένο άντρα: «Να έρθετε στις 30. Τα χαρτιά σας θα είναι έτοιμα. Ή στις 2 Μαΐου, δεν θα χαθεί τίποτα. Θα τα έχετε όλα όπως πρέπει».
Ευχαρίστησε ξανά με τα σπαστά ελληνικά του ο άντρας.
Συγγνώμη μετά ζήτησε και η κυρία: «Κι εγώ μια εξυπηρέτηση πήγα να κάνω. Αλλά πρέπει να είστε κι εσείς πιο προσεκτικοί».
Ο υπάλληλος χαμογέλασε με συγκατάβαση. Τι να έλεγε κιόλας, είχε φταίξει.
Αλλά εγώ εκείνη την ώρα τον λυπήθηκα τόσο όσο και τον ξένο κύριο που δεν μπορούσε να συνεννοηθεί. Δύσκολο πράγμα η επικοινωνία, ακόμη κι αν μιλάμε την ίδια γλώσσα, φαντάσου τι γίνεται όταν μιλάμε διαφορετικές.
Ωστόσο, παρατηρώντας τον κόσμο στις ουρές, κρατώντας στα χέρια, σφιχτά, χαρτιά, φακέλους, οδηγίες από λογιστές και συμβολαιογράφους, συμβόλαια και εξουσιοδοτήσεις, διαπιστώνεις κάτι πολύ σοβαρό.
Οι χαρές και οι λύπες μας περνούν συχνά από τα γκισέ της Εφορίας. Γάμοι, θάνατοι, αγορές, πωλήσεις, δωρεές, ελπιδοφόρες ενάρξεις επαγγέλματος…
Και αν είσαι λίγο περισσότερο παρατηρητικός, και με διάθεση ηθογραφίας, βιβλίο γράφεις, όχι χρονογράφημα.