Δεν είναι πως αλλάζεις κουβέντα. Οτι διστάζεις ή αποφεύγεις, για τον άλφα-βήτα λόγο, να πεις κάτι, γυρίζεις την κουβέντα στο… διαφορετικό και λες: «Ας πούμε κάτι για τον καιρό»· άλλα λόγια, δηλαδή, ν’ αγαπιόμαστε… Είναι ότι χθες –μετά από έναν ωραίο περίπατο στον Υμηττό με λιακάδα– είπες: «Ωραίος καιρός για πλυντήριο!» Και όχι μόνο το είπες, αλλά και το έκανες.
Και επειδή είχες και μια δουλίτσα, για μια-δυο ώρες το πολύ. Εβλεπες μεν κάτι σαν να συννεφιάζει από Νοτιοδυτικά· από κει που φέρνει τον καιρό. Αλλά –ως άλλος νεφεληγερέτης– αποφάσισες: «Δε βαριέσαι. Προλαβαίνω!». Απλωσες πάντως, καλού-κακού, τα πλυμένα κάτω από την τέντα.
Τελείωσες τις δουλειές. Αλλά από την Κατεχάκη –τέσσερις στάσεις από το σπίτι– είδες τη βαριά σκιά να σκεπάζει το Παγκράτι. Κι άρχισες να παρακαλάς θεούς και δαίμονες, αυτό που έβλεπες να απειλεί να ξεσπάσει, να μην ξεσπάσει πριν από το επόμενο εικοσάλεπτο, ώστε τα πλυμένα να μη θέλουν ξανά πλύσιμο.
Μόνο που σαν βγήκες στον πηγαιμό για την Ιθάκη του σπιτιού σου και ευχόσουν να ’ναι βραχύς ο δρόμος κι ας λείπουν οι περιπέτειες και οι γνώσεις, πλάκωσαν κάτι Λαιστρυγόνες και κάτι Κύκλωπες κι ένας θυμωμένος ώς τα μπούνια Ποσειδώνας με ήχο και φως (τουτέστιν αστραπόβροντα) συνοδεία χαλάζης, να σε παίρνει και να σε σηκώνει. Κάτι που έκανε αδήριτη την ανάγκη να εφοδιαστείς από Ασιάτη πωλητή με… έβδομη ομπρέλα για τον ίδιο λόγο: η βεβαιότητα ότι προλαβαίνεις τη βροχή, άρα δεν χρειάζεσαι ομπρέλα…
Και καλά, τα απλωμένα μούσκεψαν. Φυσικό. Αλλά μετά έβαλες στις ειδήσεις να δεις η άξαφνη νεροποντή τι ζημιές προκάλεσε. Ούτε να ευθυμήσεις δηλαδή, σε μια χώρα που το μούσκεμα γενικώς είναι διαρκής μονοτονία…