Είναι να απορείς με τη μακροθυμία, την ανεκτικότητα, την ψυχραιμία των ανθρώπων. Οπως τα παιδιά μιας οικογένειας με βίαιο πατέρα που έχουν μάθει να ζουν όσο γίνεται πιο αθόρυβα για να μην τον ενοχλούν και ξεθυμάνει πάνω τους, δεν μιλάνε, δεν λαλάνε. Καλό είναι να μη χρειάζεται κάποιος το λεωφορείο, να μη βρίσκεται στην ανάγκη των μέσων μαζικής μεταφοράς. Απαξ κι έχει τέτοια ανάγκη, σημαίνει πως απέτυχε, άρα οφείλει να ανεχτεί κάθε ξέσπασμα του οδηγού, που είναι κάτι σαν πλοίαρχος σε διεθνή ύδατα, απόλυτος άρχων και ανεξέλεγκτος τιμονιέρης της μοίρας μας.
Και τι γίνεται αν κάποιος τολμήσει να ανοίξει το στόμα του και να θέσει θέμα ασφάλειας στον αδιαμφισβήτητο αυτόν αρχηγό; Μεγάλο ρίσκο. Πρέπει να το θέσει ευγενικά βέβαια, αυτό είναι αυτονόητο. Αλλά και πάλι, αποκλείεται να θίξει την προσωπικότητά του; Αν ο άλλος είναι καψούρης και απελπισμένος, αν τον έριξε ο φίλος του, ο αδερφός του, αν ξίνισε το κρασί του, αν έχει βαρυστομαχιά ή πονοκέφαλο; Δεν θα αντιδράσει χειρότερα; Μήπως καλύτερα να προσπαθήσει κανείς να ξυπνήσει τον οίκτο του; Να πει ότι είναι άρρωστος, ότι πάει σε νοσοκομείο, ότι ζαλίζεται;
Θεέ μου, τι θα κάναμε αν η ζωή μας ήταν πιο απλή σ’ αυτή τη χώρα, αν δεν έπρεπε κάθε στιγμή να δίνουμε μάχες επιβίωσης και να αναμετράμε την ικανότητά μας πειθούς, ψυχραιμίας, σωστών ρεφλέξ και καίριων αντιδράσεων, στα γκισέ και στα ταξί, στα τηλέφωνα και στα τρένα, στους δρόμους και στα μαγαζιά; Τι θα κάναμε με όλη αυτή την άνεση που θα προέκυπτε; Πώς θα τη διαχειριζόμασταν, θα ήμασταν άραγε πιο δημιουργικοί, πιο ευγενικοί, πιο ευτυχισμένοι;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ, φοβάμαι.