Προκαλεί μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι τα χιλιάδες δημοσιογραφικά και ακαδημαϊκά κείμενα που γράφτηκαν για τη Συμφωνία των Πρεσπών άφησαν ανέγγιχτους και χωρίς σχολιασμό τους βασικούς νοηματικούς άξονες πάνω στους οποίους στηρίζoνταν, δηλαδή την προφασιζόμενη αντίφαση μεταξύ «παγκοσμιοποίησης» και «εθνικισμού». Οι υποστηρικτές της Συμφωνίας εμφανίστηκαν ως θιασώτες του εκσυγχρονισμού, της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της προόδου, κατηγορώντας την άλλη πλευρά ως εθνικιστές, λαϊκιστές και αντιδραστικούς. Δεν συμφωνώ καθόλου μ’ αυτή την τοποθέτηση και με το σύντομο αυτό κείμενο θα ισχυριστώ τα εξής:
Πρώτον, ότι η παγκοσμιοποίηση και ο εθνικισμός/λαϊκισμός δεν είναι ασύμβατες κατηγορίες, όπως υποστηρίζεται ή υπονοείται από την πλειονότηταα των σχολιαστών, χωρίζοντας τους «καθ’ ημάς εκσυγχρονιστές και δημοκράτες» από τους «λαϊκιστές και εθνικιστές παντός είδους», αλλά, τουναντίον, απολύτως συμβατές έννοιες που ιστορικά τροφοδοτούν η μία την άλλη σε μια σχέση άρρηκτης διάδρασης και ταυτοσημίας. Δεύτερον, ότι ο εθνικισμός/λαϊκισμός των λαών της περιφέρειας –ειδικά της βαλκανικής και μεσανατολικής περιφέρειας– είναι μια ιστορική οντολογία που δεν αποδομείται στη πράξη –αν και θεωρητικά αυτό είναι εφικτό και έχει ήδη γίνει από διάφορους φιλελεύθερους και μαρξίζοντες στοχαστές. Σ’ αυτή τη συνάφεια, τελικά, θα διαπιστώσουμε ακόμη ότι υπάρχει και πρέπει να διακρίνεται «ο εθνικισμός του ισχυρού» από τον «εθνικισμό του αδύναμου».
Η παγκοσμιοποίηση ως ιδεολογικό πρόταγμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εθνικισμός της ηγεμονικής παγκόσμιας δύναμης, εν προκειμένω των ΗΠΑ. Πρόκειται για την εξωτερίκευση, διαχείριση και φύλαξη των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών συμφερόντων της. Ο απώτατος σκοπός είναι η νομιμοποίηση της ιδέας και της πρακτικής της παγκοσμιοποίησης υπό την κυριαρχία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, η αύξουσα ροή των ποσοστών κέρδους στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και στις ίδιες τις ΗΠΑ και, τέλος, η διατήρηση και αναπαραγωγή των πολιτικών και στρατιωτικών ιεραρχιών των κρατών που ελέγχουν οι ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας, αλλά εδώ δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κίνα και η Ρωσία, δύο κράτη τα οποία δεν ελέγχουν οι ΗΠΑ. Τώρα, στο πλαίσιο της Ε.Ε., όπου οικονομικά κυριαρχεί η Γερμανία αλλά πάντα υπό τη στρατιωτική επιτήρηση των ΗΠΑ, η διαδικασία αυτού που ονομάστηκε «ευρωπαϊκή ενοποίηση» έφτασε σταδιακά να σημαίνει κυριαρχία των εθνικών οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας. Πίσω, δηλαδή, από τη Συμφωνία των Πρεσπών βρίσκονται, πάνω απ’ όλα, ο εθνικισμός και το ηγεμονικό σχέδιο των ΗΠΑ και ο εθνικισμός και το ηγεμονικό σχέδιο της Γερμανίας. Ο πρώτος είναι μεταμφιεσμένος σε «παγκοσμιοποίηση», ο δεύτερος σε «ευρωπαϊκή ενοποίηση», αλλά και οι δύο εθνικισμοί και λαϊκισμοί, χάριν αυτού του τεχνάσματος της μεταμφίεσης όπως έλεγε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, κατάφεραν να στριμώχνουν στη γωνία με επίθετα περί «λαϊκισμού» και «εθνικισμού» όσους αντιστέκονται στα ηγεμονικά τους σχέδια. Αλλά πρόκειται και για κάτι άλλο.
Οι εθνικισμοί των λαών των περιφερειακών κρατών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Βαλκανίων, είναι ιστορικά και οντολογικά γειωμένοι. Ουδεμία «παγκοσμιοποίηση» και ουδεμία «ευρωπαϊκή ενοποίηση» δεν πρόκειται να τους ξεγειώσει, όχι μόνο επειδή αμφότερες οι διαδικασίες αναπαράγονται μέσω της συντήρησης και της αναπαραγωγής των περιφερειακών εθνικισμών, αλλά και επειδή το έθνος-λαός, ειδικά αυτό της περιφέρειας, συγκρότησε μια τσιμεντένια ταυτοσημία μέσα στη σύγχρονη ιστορία, αποτέλεσμα διαδικασιών με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Σ’ αυτή τη συνάφεια, οι πολιτικές ελίτ τόσο της Ελλάδας όσο και της Βόρειας Μακεδονίας, οι οποίες επέλεξαν να στρατολογηθούν στην υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης και της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», κινδυνεύουν να απο-νομιμοποιηθούν μέσα στις κοινωνίες τις οποίες υποτίθεται υπηρετούν. Αυτή η απο-νομιμοποίηση δεν είναι κάτι που σώνει και καλά θα καταγραφεί στα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών.
Οχι. Μιλάμε για υπόγειες διαδικασίες και υποκειμενικότητες που είναι ήδη ενύπαρκτες μέσα στην κοινωνία, βουβές αλλά πλειοψηφικές, έτοιμες να χλιμιντρίσουν και να ξεσηκωθούν με τη πρώτη νέα κρίση που αναγκαστικά θα επιφέρει είτε η ασταθής οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, είτε μια πιθανή ανάφλεξη στο Αιγαίο ή την Κύπρο είτε οποιοδήποτε άλλο σημαντικό γεγονός ή συγκυρία κρίσης που δεν μπορεί να προβλεφτεί. Και, βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ο περιφερειακός λαϊκός εθνικισμός να έρθει αντιμέτωπος μ’ αυτόν της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κάτι που συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν, με εναργέστερο παράδειγμα την εξολόθρευση του Μιλόσεβιτς απ’ το «κοσμοπολίτικο» ΝΑΤΟ.
Τι κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση; Η θέση μας εδώ δεν μπορεί παρά να αντλεί από την τοποθέτηση του Ισαάκ Ντόιτσερ το 1967, σε αναφορά του στην περίπτωση του Ισραήλ και των Παλαιστίνιων: το δίλημμα επιλογής μεταξύ δύο εθνικισμών, ενός ισχυρού και ενός αδυνάτου, δεν υφίσταται, διότι απλά η θέση κάθε προοδευτικού ανθρώπου είναι να σταθεί στο πλευρό του εθνικισμού του αδυνάτου.
*καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της διμηνιαίας ακαδημαϊκής επιθεώρησης Journal of Balkan and Near Eastern Studies (Routledge)