– Είναι στα καθήκοντα του υπουργού η μίζα ή επ’ ευκαιρία των καθηκόντων του;
– Είναι στα καθήκοντα.
– Είναι στα καθήκοντα η μίζα;
– Ναι…

Τρέμε, Ιονέσκο!

Ο παραπάνω σουρεαλιστικός διάλογος δεν είναι φανταστικός. Είναι καταγεγραμμένος verbatim -που λένε και οι λατινομαθείς-, λέξη προς λέξη δηλαδή, από την κάμερα της ΕΡΤ. «Τάδε έφη» στριμωγμένος ο βουλευτής και πρώην υπουργός της Νέας Δημοκρατίας Χαράλαμπος Αθανασίου – και στο πόδι, σε ζωντανή σύνδεση από τον προαύλιο χώρο της Βουλής.

Η μονολεκτική ατάκα του, αυτό το διστακτικό «ναι», θα βρει τη θέση της στο πάνθεον των αξέχαστων πολιτικών ατακών, όπως το «είμαστε όλοι καραγκιόζηδες και δεν εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου» (Μανώλης Κεφαλογιάννης, υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, 2006) και το «ε, όχι και να πέσει η κυβέρνηση για ένα κωλόσπιτο!» (αείμνηστος Ευάγγελος Γιαννόπουλος για τη βίλα της Εκάλης, κάπου στα αξέχαστα χρόνια του ΠΑΣΟΚ).

Τι εννοούσε ο ποιητής; Προφανώς όχι αυτό που τελικά εκστόμισε. Κανένας υπουργός, νυν ή πρώην, δεν θα είχε το θράσος να επαναλάβει τον άθλο Γιαννόπουλου και να παραδεχτεί δημόσια ότι «δικαιούται να τα πιάνει». Αν και στην ψυχανάλυση η φροϊδική ολίσθηση -το περίφημο lapsus linguae- «λέει» πολλά γι’ αυτά που δεν θέλουμε να πούμε (αλλά μας προδίδει το ασυνείδητό μας), στην πολιτική, αφού ψηθούμε πρώτα στους διαδρόμους και τα πηγαδάκια της, μαθαίνουμε να κρατάμε το στόμα μας κλειστό. Και αν μας ξεφύγει κάτι, εννοείται ότι θα προτιμήσουμε να χαρακτηριστούμε κακοί ρήτορες (ή, απλώς, ανόητοι) από ανήθικοι και αυτοενοχοποιούμενοι.

Αθώος, λοιπόν, ο κύριος Αθανασίου. Και αρκετό το τρολάρισμα που υπέστη. Ισως την επόμενη φορά μάθει να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του, γιατί στο κάτω κάτω είναι και εντός των πολιτικών καθηκόντων του: το να ξέρει να μιλάει. Και να βγάζει και νόημα. Το νόημα που επιθυμεί, εννοώ…

Ομως, αυτό είναι το θέμα μας. Το ότι οι περισσότεροι «ψημένοι» πολιτικοί δεν είναι σαν τον κ. Αθανασίου. Ξέρουν να το βουλώνουν «εκεί που πρέπει» και να θολώνουν τα νερά όταν απαιτείται. Ξέρουν να καλύπτουν τα ίχνη τους. Να ελίσσονται. Να διαμαρτύρονται μετά βδελυγμίας για τη στοχοποίηση που καρτερικά υπομένουν. Να απειλούν με αντεπίθεση. Και να αλληλοστηρίζονται εφαρμόζοντας τακτικές που μας είναι γνωστές από την εποχή της ρωμαϊκής λεγεώνας.

Γι’ αυτό και κάποτε, πριν από πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμα και από τον Μοντεσκιέ που δανείστηκε την ιδέα, ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του μίλησε για τη διάκριση των εξουσιών και τα τρία στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος που «αν λειτουργούν σωστά, τότε λειτουργεί σωστά και το ίδιο το πολίτευμα».

Η δικαστική εξουσία είναι ένα από αυτά. Και αυτή την περίοδο ασχολείται με μια υπόθεση που, αν δεν την πεις «σκάνδαλο» -σε όποια πλευρά του πολιτικού φάσματος κι αν ανήκεις- κάτι πάει πολύ στραβά μαζί σου.

Πριν από λίγες μέρες, σε μια τηλεοπτική εμφάνισή μου ένας από τους άλλους καλεσμένους με ρώτησε «πού είναι το σκάνδαλο;».

* Πού είναι το σκάνδαλο με τις υπερτιμολογήσεις φαρμάκων που κόστισαν τη ζωή -κυριολεκτικά, όχι κατά ρητορική υπερβολή- σε καρκινοπαθείς ασθενείς;

* Πού είναι το σκάνδαλο όταν το Ελληνικό Δημόσιο αιμορραγούσε οικονομικά, σε μια περίοδο που η κοινωνία καρκινοβατούσε στα όρια της φτωχοποίησης;

* Πού είναι το σκάνδαλο που αναγκάζει την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων να εκδώσει ανακοίνωση διαμαρτυρίας ενάντια σε πολιτικά πρόσωπα και τα παραπολιτικά παπαγαλάκια τους για την ομοβροντία ύβρεων και μαφιόζικων απειλών που υφίστανται;

Δεν ξέρω πού είναι το σκάνδαλο. Ως δημοσιογράφος είναι υποχρέωσή μου μόνο να αναζητώ. Ως υποψήφιος πολιτικός είναι υποχρέωσή μου να διερευνώ. Ως πολίτης -ιδιότητα ισόβια, που υπερκαλύπτει τις άλλες δύο- είναι υποχρέωσή μου να ρωτάω: και στις τρεις περιπτώσεις· την αλήθεια.

Πάνω απ’ όλα όμως είναι υποχρέωσή μου να αποδεχτώ ότι στη δημοκρατία οι τρεις εξουσίες έχουν διαφορετικά καθήκοντα να επιτελέσουν. Και αυτή τη στιγμή που μιλάμε η δικαστική εξουσία διερευνά με κάθε νόμιμο μέσο τις καταγγελίες που θα μας αποκαλύψουν τελεσίδικα αν το «σκάνδαλο» είναι σκάνδαλο. Ή όχι.

Α! Και κάτι τελευταίο, για τη χώνεψη. Για όσους διαμαρτύρονται ότι «τους κρεμάνε στα μανταλάκια», ας υπενθυμίσω ότι πρόκειται για μια απολύτως νόμιμη διαδικασία, υποκείμενη στη συνταγματική διάταξη που μας έφερε ο συνταγματολόγος (κάτι-θα-ξέρει-καλύτερα) Ευάγγελος Βενιζέλος.

Εκείνη που λέει ότι αν ένας εισαγγελέας αντιληφθεί την εμπλοκή πολιτικού σε ύποπτες υποθέσεις, υποχρεούται -προτού καν ερευνήσει την αλήθεια της μαρτυρίας- να αποστείλει αμελλητί το όνομά του στη Βουλή προς ενημέρωση των συναδέλφων του. Και των δημοσιογράφων που καραδοκούν.

Αντί, λοιπόν, να κατηγορούμε εκείνους που κρατούν τα μανταλάκια, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθούμε πρώτα με αυτούς που άνοιξαν το πλυντήριο. Και έβγαλαν τη μπουγάδα από μέσα. Η οποία μόνο ασπρόρουχα δεν περιέχει.

Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω.