Κάθε μορφή εξουσίας για να μπορεί να οικοδομεί συγκεκριμένες σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζομένων εφαρμόζει τη γνώριμη ιστορικά αρχή: «cujus regio, ejus classificatio». Ετσι οποιαδήποτε μορφή ταξινόμησης, που εξαιρεί προς τα πάνω τους εξουσιαστές και προς τα κάτω συνωθεί τους εξουσιαζόμενους, προσδιορίζει κοινωνικά κάθε λογής ρατσισμό, παλαιότερο και σύγχρονο.
Αν μείνουμε στις κοινωνίες μας, θα ξεκινούσα από την «πολιτική της διαφοράς» και το συναφές ερώτημα αν αυτή ευνοεί ή στομώνει την ευστοχία μιας εναλλακτικής πρακτικής. Αν, δηλαδή, ο αυτοπεριορισμός στο περίγραμμα της «διαφοράς» συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας πραγματικότητας, υπαρκτής όσο και «εικονικής», που θα προσφέρει νέα ερεθίσματα για τη διαχείριση της «ετερότητας» ως μιας ιστορικά νέας κοινωνίας στη θέση της θνήσκουσας.
Ακόμη πιο χειροπιαστά, αν οποιαδήποτε κριτική στάση επαγγέλλεται τη χειραφέτηση ως αναντικατάστατη αξία των δικαιωματούχων της «διαφοράς». Με την προϋπόθεση αυτή η στάση να υπερβαίνει την «τοπικότητα» και τη σύμφυτη πολιτιστική «ιθαγένεια» που αυτή μορφοποιεί. Επιπλέον, να αποτρέπει τη διολίσθηση σε πρακτικές νεορατσισμού που τον φόβο της «εξομοίωσης» μετασχηματίζουν σε έπαινο της «διαφοράς». Γιατί, πράγματι, με χίλιους τρόπους, οι ρυθμιστές των ταξινομητικών «μητρώων» υποθάλπουν το «δικαίωμα στη διαφορά» να ευτελίζεται σε «περιχαράκωση στη διαφορά».
Ενα ακόμη «μητρώο» αφορά σαφώς τις γκρίζες ζώνες που συνέχουν τους «πολίτες», τους «σχεδόν πολίτες» και τους «μη πολίτες» ή «denizens». Ιδίως τώρα που στην Ευρωπαϊκή Ενωση δραστηριοποιούνται ξανά κόμματα με εμφανή ρατσιστική δημαγωγία, ψηφίζονται αυστηρότερα μέτρα ελέγχου υποψηφίων μεταναστών, προτιμώνται μορφές «ελαστικότητας» στην προσφορά εργασίας, εποχικών και ανθυγιεινών ασχολιών. Κοντολογίς, ό,τι επιφέρει τη φτηνή αναπαραγωγή των εργαζομένων/απασχολούμενων και ενθαρρύνει τον διαχωρισμό τους με φυλετικά κριτήρια.
Ισχύει ακόμη το «τα εν οίκω μη εν δήμω»; Η οντολογία της δυαδικότητας, που εξακολουθεί να ονομάζεται «οικογένεια», αποτελεί τη στοιχειώδη μορφή πληρότητας του όντος; Εφόσον ο ένας ή η μία δεν κάνει χωρίς την άλλη/τον άλλο, ακόμη και στον μεσημβρινό ύπνο.
Η αμοιβαία συμπλήρωση ως αλληλοπεριχώρηση μπορεί να προκύπτει από την πιο μικρή «παρέα» ή από την πιο μικρή «κοινότητα οικειότητας», όπου χτίζεται –κάποτε μια ολόκληρη ζωή– ο ελάχιστος τόπος για να μαθαίνουμε και να ελπίζουμε. Η δυάδα μπορεί, σπάνια βέβαια, να επιτελεί ρόλο αμοιβαίου καθρέφτη σε συνθήκες συνεργασίας, συντροφικότητας και αγάπης.
Ως εστία του συν-είναι ο οίκος διασφαλίζει τάχα την αντικατάσταση των «ρόλων» όσων συμβάλλονται σ’ ένα ενιαίο πεδίο προθετικότητας για την περιστολή του αγοραφοβικού πλέγματος που τους συνέχει χωρίς να τους συνθλίβει; Ως θεσμός ενσωμάτωσης η οικογένεια μπορεί να απομειώνει ή να διπλασιάζει τις δυνάμεις του όντος;
Η δισυπόστατη υφή της συν-ουσίας, ως αγοραφοβική και συνάμα χειραφετητική, είναι το ακριβέστατο «αρχείο» των περιπετειών του όντος. Καταγράφει σχέσεις και πράξεις «περι-ουσίας», «εξ-ουσίας», «παρ-ουσίας» και «απ-ουσίας». Δηλαδή, ό,τι αφορά τα υπάρχοντα και τα συμβολικά αγαθά των μετόχων του «συν-είναι». Ο,τι τους καθιστά διαρκώς παρόντες και συνάμα ό,τι μπορεί να θραύει επώδυνα τους δεσμούς συνεπαφής.
Οίκοθεν νοείται ή αυτονόητο είναι ότι ο οίκος ανάλογα με την ηλικία των μετόχων του συνεπάγεται κάθε φορά ξεχωριστή δέσμη δικαιωμάτων. Οπως για παράδειγμα κατά την «τέταρτη ηλικία» θα μπορούσε το σπίτι να μετασχηματισθεί σε «γηροκομείο». Για τούτο μπορεί και το τυχαίο να εμβαπτισθεί σε περιβάλλον «οικειότητας», οσοδήποτε απρόσμενο και σκληρό κι αν είναι.
Τώρα πάντως διαγράφεται μια κάπως διαφορετική ανάγνωση των ορίων μας. Γιατί με τα επιτεύγματα της Γενετικής Μηχανικής και της Βιοτεχνολογίας πραγματοποιείται η κατάψυξη γονιμοποιημένων ωαρίων, η παραγωγή ιστών γονότυπου ή οργάνων και η κλωνοποίηση.
Επομένως, μπορεί να διαστέλλεται εντελώς η ερωτική πράξη από την αναπαραγωγική λειτουργία με απρόσμενες απελευθερωτικές δυνατότητες ως προς τα δυο σημεία της διαστολής. Για τούτο το ανθρώπινο ον επαυξάνει, κινούμενο στον διευρυνόμενο πράγματι ορίζοντά του, τόσο την έκπληξη όσο και τον έρωτα. Ενας «δήμος» λοιπόν ο οίκος μέσα στο δήμο, γειωμένος και συνάμα έτοιμος για απογείωση, χωρίς μια τέτοια πρακτική να αποτελεί τον «κανόνα». Εστω, ως «ιδεώδες» ζητούμενο…
Και τι διαδραματίζεται ως προς τα «εν οίκω» όταν αυτά πρωτίστως αφορούν εγκληματική δραστηριότητα των παιδιών και τρόπους διαρκούς συγκάλυψής τους από τους γονείς και τους οικείους τους που δεν τα «βρίσκουν» μεταξύ τους; Ο Herman Koch με τη θεατρική διασκευή του έργου του «Το δείπνο» μάς ξεναγεί σ’ έναν «τόπο υποτελούς μαρτυρίου χωρίς ηθικούς φραγμούς».
Με την καίρια υποκριτική σφραγίδα των Στ. Μάινα, Κ. Λέχου, Λ. Γεωργακόπουλου, Κ. Μισιχρόνη και Γ. Κοτανίδη δίδεται απάντηση («Σύγχρονο Θέατρο») σε πολλές ερωτήσεις, χωρίς να παρακάμπτονται οι «αναπάντητες», στις οποίες θα μπορούσε να εστιάσει το ενδιαφέρον του ο αναγνώστης και ο θεατής, ιδίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις ρατσιστικής βίας… Επιπλέον, όταν ο ένας από τους δυο πατέρες έβαλε πλώρη για την κορυφή του πολιτικού στίβου, σε συνθήκες που πριν από λίγο περιέγραψα.
* ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων