Χίλιες φωτογραφικές μηχανές δεν είναι ικανές να υπερασπιστούν ούτε μια σπιθαμή μαρμάρου. Χίλιες πόζες όρθιες δεν είναι ικανές να κρατήσουν όρθιο ούτε ένα δοκάρι. Χίλια φλας ακονισμένα σε κινητά δεν είναι ικανά να διαπραγματευτούν μισό βήμα της φλόγας.
Η καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων δεν συνομιλεί με την αισθητική, την αρχιτεκτονική, την τέχνη. Δεν προκαλεί συγκίνηση λόγω της τέχνης, της θρησκείας, της ιστορίας. Δεν απευθύνεται σε αυτούς που την έζησαν έντονα, σε αυτούς που την επισκέφτηκαν, ή σε αυτούς που δεν πρόλαβαν να τη δουν ποτέ από κοντά.
Ενώ εμπεριέχει όλα αυτά τα στοιχεία και όλες αυτές τις απώλειες, η καταστροφή συνομιλεί με κάτι βαθύτερο. Με τη δημιουργία των συμβόλων του πολιτισμού που τελικά ταυτίζονται με τον ίδιο τον πολιτισμό. Με την κλίμακα της ομορφιάς που ορίζεται από τις σταθερές του. Με τα αναγνωρίσιμα σημεία του πλανήτη που ορίζουν τη διαφορά και ταυτόχρονα την οικουμενικότητα.
Η καμένη Παναγία των Παρισίων είναι και αυτή ένα σύμβολο. Ενα βίαιο, ένα απότομο νέο σύμβολο. Και αυτό που προκαλεί τρόμο είναι το γεγονός πως η αποκωδικοποίηση του συμβόλου δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμη. Οι εικόνες της καταστροφής στέκουν εκεί, γιορτάζοντας την ίδια την καταστροφή, τον κύκλο της ζωής που κλείνει, την αναπότρεπτη φθορά όλων των πραγμάτων.
Η καμένη Παναγία των Παρισίων, μέσα από το μέγεθος της καταστροφής αλλά και του ίδιου το οικοδομήματος, μέσα από την αναγνωρισιμότητα του παλιού της εαυτού και μέσα από την καταγραφή κάθε δευτερολέπτου της καταστροφής γίνεται ένα σύμβολο τέλους. Μια βεβαιότητα. Μία κατάφαση στη συντριβή ανεξάρτητα από την ομορφιά, το μέγεθος και τη σημασία. Η κατεστραμμένη Παναγία των Παρισίων γίνεται η ίδια η καταστροφή.
Οι εικόνες της ζωντανής σύνδεσης του BBC, ή του TV5 (γιατί ως γνωστόν τα ελληνικά κανάλια ήταν απασχολημένα με σοβαρότερα θέματα) κουβαλούσαν ένα δύσκολο βάρος. Το βάρος της θέασης της ιστορίας, αυτή την άμεση αντίληψη πως αυτό που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου έχει μια σημασία που σε ξεπερνά. Εσένα, την καθημερινότητά σου, τα προβλήματά σου. Η συμπύκνωση της εικόνας είχε κάτι το συντριπτικό. Η μόνη παρόμοια αίσθηση που μπορώ να θυμηθώ ήταν η εικόνα των Δίδυμων Πύργων να καίγονται σε ζωντανή σύνδεση.
Οπως και τότε, έτσι και τώρα, το απότομο βήμα του συμπυκνωμένου χρόνου ακουγόταν βαρύ. Με μια διαφορά. Ακριβώς λόγω της δυνατότητας πολιτικής ανάλυσης και των ξεκάθαρων αιτιών του γεγονότος, η ανθρώπινη βούληση ήταν ορατή σε κάθε πλάνο της 11ης Σεπτεμβρίου. Και ξέρω πως και στην περίπτωση της Παναγίας των Παρισίων υπάρχουν αίτια, πως μπορούμε να μιλήσουμε για τις περικοπές σε σχέση με τον ναό, ή για τους όρους με τους οποίους γινόταν η συντήρηση αλλά πιστεύω πως δεν έχει την ίδια σημασία. Το παράλογο εισέβαλε απότομα στο γεγονός χωρίς να επιτρέπει κάτι περισσότερο από το δέος απέναντι στο ακατανόητο. Ενα σύμβολο παραλόγου έκανε την εμφάνισή του στο κέντρο του Παρισιού.
Αν ο ναός επισκευαστεί, αυτό θα γίνει κυρίως για να παύσει το νέο σύμβολο. Για να καθησυχαστούμε, για να αισθανθούμε πως όλα διορθώνονται, πως η ιστορία υπάρχει χωρίς κενά και πως όλα συνεχίζουν όμοια.
Στον πρόλογό του στην «Παναγία των Παρισίων», ο Βικτόρ Ουγκό, ο άνθρωπος που καθιέρωσε τον ναό ως σύμβολο της ανθρωπότητας, περιγράφει πως αφορμή για το μυθιστόρημα στάθηκε η στιγμή που κατά την επίσκεψή του στον ναό παρατήρησε μια λέξη χαραγμένη στον τοίχο του ναού, μια λέξη γραμμένη με κεφαλαίους, ελληνικούς χαρακτήρες. Η λέξη αυτή ήταν η λέξη ΑΝΑΓΚΗ.
Ο συγγραφέας μάς ενημερώνει για την τύχη αυτής της λέξης, μιλώντας –τελικά– με τρόπο προφητικό, ενώνοντας τη μοίρα, τον χρόνο και τη δημιουργία με τις ανάγκες των πραγμάτων:
«Ετσι, εκτός απ’ τη φευγαλέα ανάμνηση που της αφιερώνει εδώ ο συγγραφέας ετούτου του βιβλίου, δεν απομένει τίποτα πια σήμερα απ’ τη μυστηριακή λέξη τη χαραγμένη στον σκοτεινό πύργο της Παναγίας, τίποτε απ’ το άγνωστο πεπρωμένο που συνόψιζε τόσο μελαγχολικά. Ο άνθρωπος που έγραψε αυτήν τη λέξη στον τοίχο έσβησε εδώ και πολλούς αιώνες μεσ’ απ’ τις γενιές, η λέξη έσβησε κι αυτή απ’ τον τοίχο της εκκλησίας, η εκκλησία ίσως θα σβήσει κι αυτή σε λίγο από τη γη».