Περπατάς σε ένα τοπίο που μοιάζει με παραμύθι και χαμογελάς όπως μόνο η θέα της ομορφιάς σε κάνει να χαμογελάς, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Περπατάς και ας πονούν τα πόδια σου και ας είσαι άυπνη και κουρασμένη: θέλεις να χορτάσεις ομορφιά.
Πού και πού τη σιωπή σπάει ένα τραμ που διασχίζει δρόμους με οικήματα χτισμένα τρεις και τέσσερις αιώνες πίσω, κι εσύ απορείς: πού τη βρίσκεις τόση γαλήνη, πού ήταν κρυμμένη όλους αυτούς τους μήνες που πέρασαν και είναι αρκετό ένα ταξίδι με αεροπλάνο να τη φέρει στην επιφάνεια; Μπορεί να τη γεννήσει από εκεί που δεν υπήρχε;
Δεν επιμένεις πολύ στις σκέψεις, βαδίζεις έως εκεί που σε βγάζει ο δρόμος και όσο ακόμα αντέχουν τα πόδια σου. Η υγρή ατμόσφαιρα δεν σε ενοχλεί, μάλλον σε ανακουφίζει. Ξεκουράζει τα μάτια σου που στέγνωσαν από τη δουλειά σε οθόνες, βαραίνει και κατσαρώνει τα μαλλιά σου, που ούτως ή άλλως δεν σε υπακούν ποτέ.
Αλλά το απολαμβάνεις. Σαν σοκολάτα γάλακτος με αμύγδαλα που δεν θέλεις να τελειώσει.
Είναι αργά. Πρέπει να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο. Και η επόμενη ημέρα θα είναι γεμάτη. Αλλά δεν λες να μαζευτείς.
Κάνεις στάση στο πρώτο γεφυράκι που συναντάς, ακουμπάς τους αγκώνες στην πέτρινη υπεραιωνόβια κουπαστή και παρατηρείς το νερό. Οσο σκοτεινιάζει τόσο σκουραίνει το χρώμα του, αλλά η ροή του δεν αλλάζει. Εχει έναν σκοπό και δεν παρεκκλίνει, τίποτα δεν μπορεί να το εκτρέψει από τον δρόμο του.
Κι εσύ λίγο το ζηλεύεις αυτό. Πολλές φορές ονειρεύτηκες μια ποτάμια ρουτίνα, με την κοίτη προκαθορισμένη, χωρίς πισωγυρίσματα, χωρίς αναθεωρήσεις. Ο,τι έγινε, λάθος ή σωστό, έγινε. Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει: προορισμός η Βόρεια Θάλασσα. Σαν τον Ρήνο και τον παραπόταμό του, τον Ιλ.
Μόνο που εσύ δεν είσαι ποτάμι. Μπορείς -μερικές φορές δεν έχεις άλλη επιλογή- να σταματήσεις, μπορείς να κοιτάξεις πίσω, μπορείς να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής ή να αναχωρήσεις πάλι.
Αλλά τώρα είσαι πάνω από μια γέφυρα που το όνομά της είναι γραμμένο στα γαλλικά και τα γερμανικά και παρατηρείς μαγεμένη το νερό να κυλάει. Σαν τον χρόνο.
Το ρολόι του Αγίου Ιωάννη χτυπάει. Είναι ακόμα πιο αργά και έχεις αρχίσει να πεινάς.
Τρεις σιδερόφρακτοι αστυνομικοί σε προσπερνούν. Ο ένας γυρίζει πίσω και σε ρωτάει στη γλώσσα του: «Ça va madame?»* Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε, βλέποντάς σε τόση ώρα στο ίδιο σημείο.
Του χαμογελάς και απαντάς: «Ναι, όλα καλά».
Χαιρετά κι αυτός με ένα ευγενικό «καληνύχτα σας» και φεύγει.
Παίρνεις κι εσύ απόφαση να φύγεις. Εχεις αρχίσει να κρυώνεις και το στομάχι σου διαμαρτύρεται: «Ασε τις φιλοσοφικές αναζητήσεις», σου λέει. «Για να μπορείς να τις έχεις πρέπει πρώτα να θρέψεις τη σάρκα σου».
Και έχει δίκιο.
Λίγη ώρα αργότερα, με την πείνα χορτασμένη και ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, μοιράζεσαι με τους νέους σου φίλους τις εντυπώσεις και τις συγκινήσεις της ημέρας, ειδήσεις και παρασκήνια. Και γελάτε πολύ ή μιλάτε με σοβαρότητα για τα τεκταινόμενα. Για πράγματα που από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να ανατραπούν και ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα.
Κουβέντες ζωηρές, κουβέντες παθιασμένες, κουβέντες με ενδιαφέρον. Μόνο που εσένα σε έχει μαγέψει ένα ποτάμι, που δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία του. Και θα το πάρεις μαζί σου, πίσω στο σπίτι. Ελπίζοντας να σε γαληνεύει και, όταν ο κόσμος γύρω σου θα καίγεται, να σβήνει τις φλόγες και τα πάθη.
* «Είστε καλά, κυρία;»