Το παραγωγικό μοντέλο που εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα είναι υπεύθυνο για την επώδυνη εμπειρία της οικονομικής κρίσης και τις γνωστές συνέπειες που αυτή είχε στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας και στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Το μοντέλο αυτό, που ακολούθησε το πρότυπο του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, κρίνεται σήμερα εκ του αποτελέσματος ατελέσφορο, για 3 κυρίως λόγους:
1. Δεν κατάφερε να καταστεί αυτοδύναμο και να συντηρήσει την ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα η χώρα να καταφύγει σε υπερμεγέθη εξωτερικό δανεισμό και να υποστεί τις συνέπειες μιας πρωτοφανούς κρίσης χρέους.
2. Δεν μπόρεσε να αποδειχθεί δίκαιο, καθώς διεύρυνε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ολες οι διεθνείς εκθέσεις για την ελληνική οικονομία συμφωνούν ότι τις τελευταίες 3 δεκαετίες οι πλούσιοι έγιναν πολύ πλουσιότεροι και οι φτωχοί πολύ φτωχότεροι. Σύμφωνα με την Εκθεση της Credit Swiss, την τελευταία δεκαετία η ελληνική οικονομική ολιγαρχία, το 1% δηλαδή του ελληνικού πληθυσμού, αύξησε τη συμμετοχή της στον εθνικό πλούτο κατά 8%. Την ίδια ώρα που η οικονομική ολιγαρχία του 1% του πληθυσμού της Ελλάδας αύξανε τα κέρδη της, το υπόλοιπο 99% του πληθυσμού πληττόταν από πρωτοφανείς συνθήκες λιτότητας, φτωχοποίησης και ανεργίας.
3. Δεν μπόρεσε να αποκτήσει χαρακτηριστικά αντοχής και διάρκειας, οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε γρήγορη κατάρρευση και στη συνέχεια και σε οικονομική επιτροπεία.
Το αναπτυξιακό πρότυπο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα προ κρίσης, εκ του αποτελέσματος σήμερα, κρίνεται ως μη βιώσιμο, καθώς και δεν κατάφερε να καταστήσει την ελληνική οικονομία αυτοδύναμη και αυτοτροφοδοτούμενη, δεν αποδείχθηκε δίκαιο και δεν ήταν τελικά ανθεκτικό στον χρόνο, καθώς είχε ημερομηνία λήξης.
Ο μονότονα υλιστικός προσανατολισμός αυτού του μοντέλου αποθέωσε το κέρδος, καθώς στηρίχτηκε στη μονομερή επίτευξη οικονομικών αποτελεσμάτων. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές παραμέτρους της ανάπτυξης οδήγησε γρήγορα τον πλανήτη σε άδικη κατανομή του πλούτου και προκάλεσε όξυνση των ανισοτήτων.
Η υπερεκμετάλλευση της φύσης, τέλος, αποτέλεσμα μιας οικονομικής πολιτικής που αποσκοπούσε μόνο στο κέρδος, οδήγησε σε βαθιά οικολογική κρίση, καθώς προκάλεσε την υποβάθμιση και την καταστροφή σημαντικών οικοσυστημάτων, καθώς και μείζονες και δύσκολα αναστρέψιμες μεταβολές, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή.
Σήμερα, έχοντας ξεπεράσει τον εφιάλτη της κρίσης, είναι πλέον σαφές ότι η χώρα χρειάζεται ένα νέο, βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο, στην αντίθετη κατεύθυνση εκείνου που οδήγησε την οικονομία στην κατάρρευση, την κοινωνία στην καταρράκωση και τη χώρα στην καταστροφή.
Ο μεγάλος στόχος της αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης στηρίζεται στο τρίπτυχο «οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον», που είναι οι 3 πυλώνες πάνω στους οποίους δομείται η παραδοχή της αειφορίας.
Το τρίπτυχο αυτό διευρύνει την έννοια της ανάπτυξης πέρα από τα στενά οικονομικά όρια στα οποία είχε εγκλωβιστεί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, επειδή ακριβώς δίνει ισόρροπη έμφαση τόσο στις οικονομικές όσο όμως και στις κοινωνικές και τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, είναι μια ανάπτυξη που μπορεί να είναι αυτοδύναμη και οικονομικά αποδοτική και ταυτοχρόνως κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά εφικτή.
Η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και η στροφή της οικονομίας προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστούν την οικονομία αυτοδύναμη, γιατί επενδύει στα συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας και του κάθε τόπου ξεχωριστά. Η στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, ακόμη, προσδίδει στο αναπτυξιακό πρότυπο το χαρακτηριστικό της δικαιοσύνης, γιατί καταπολεμά τις ανισότητες και εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση για όλους στις αναπτυξιακές ευκαιρίες.
Τέλος, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, η στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη εξασφαλίζει τα χαρακτηριστικά της αντοχής και της διάρκειας.
Οι αλλαγές αυτές συνιστούν μείζονες μεταβολές του παραγωγικού και αναπτυξιακού προτύπου σε προοδευτική κατεύθυνση, καθώς γυρίζουν την πλάτη στο κακό παρελθόν, ανοίγοντας νέους δρόμους για την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ευημερία και την οικολογική ακεραιότητα.
Η εμμονή στο ίδιο νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας και κατεύθυνσης μοντέλο ανάπτυξης αντίθετα, αυτό που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή, αποτελεί επιστροφή σε ένα αποδεδειγμένα κακό παρελθόν και γι’ αυτό συνιστά δείκτη βαθιά συντηρητικής πολιτικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πολιτικά συντηρητικοί κεντροδεξιοί σχηματισμοί υποστηρίζουν και την οικονομικά συντηρητική επιλογή, προτείνοντας και σήμερα ως λύση την επιστροφή στις αποτυχημένες συνταγές τού χθες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο από την άλλη πλευρά ότι πολιτικοί σχηματισμοί, που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά ως προοδευτικοί, προτείνουν για την επόμενη ημέρα την προοδευτική επιλογή της αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου και της στροφής του σε βιώσιμη κατεύθυνση.
Οι αναπτυξιακές επιλογές εντάσσονται, λοιπόν, στον πυρήνα της πολιτικής σκέψης και πρακτικής, ευρισκόμενες σε πλήρη αρμονία με τις πολιτικές επιλογές.
Γι’ αυτό και οι αναπτυξιακές επιλογές, με το σαφές πολιτικό πρόσημο που διαθέτουν, καθορίζουν σήμερα σε απόλυτο βαθμό τον συντηρητικό ή τον προοδευτικό χαρακτήρα της ακολουθούμενης πολιτικής.
*καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, πρόδρος Αττικό Μετρό Α.Ε.