Ο λόγος το εργαλείο που μπορεί να οδηγήσει στην ανάκτηση της πολιτικής διεργασίας και να αποδομήσει όλες τις προκαταλήψεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξαντλείται στον εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά προσηλώνεται σταθερά στο περιεχόμενο
Της Μαρίας Μπουτζέτη
Η πολιτική είναι όρος πολυσήμαντος, που κατά περίσταση προκαλεί διαφορετικούς συνειρμούς. Λαμβάνει διαστάσεις τοπικές και υπερτοπικές. Αφορά σε συλλογικές, ομαδικές και ατομικές επιδιώξεις. Προϋποθέτει συσπειρώσεις και συγκρούσεις. Προσδιορίζει τις σχέσεις θεσμών αλλά και τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων. Κατευθύνεται από ιδεολογίες και συγκυρίες. Υπηρετεί ιδανικά και συμφέροντα. Έχει όψεις αγνές και πονηρές.
Αν η πολιτική οριζόταν ως η αέναη διαπραγμάτευση όρων και συνθηκών, θα αφορούσε όλους και τα πάντα. Ωστόσο, στην πρακτική της χρήση η έννοια έχει απαξιωθεί, με την εντεινόμενη αποστασιοποίηση των πολιτών να εκφράζεται ως διάχυτη δυσπιστία και εν τέλει ως αποχή.
Οι λόγοι που συνηγορούν είναι πολλαπλοί, συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις και κωδικοποιούνται ως εξής:
- Γιατί «δεν αλλάζει τίποτα». Μία αέναη διεργασία όπως η πολιτική δεν μπορεί να παράγει σε όλες της τις περιόδους αλματώδεις μετακινήσεις όρων και συνθηκών. Κάποτε οι διαδικασίες επιβραδύνονται και άλλοτε επιταχύνονται. Η πραγματικότητα αυτή που εξελίσσεται στον μεγάλο ιστορικό χρόνο ενώπιον της δικής μας καθημερινότητας κάνει συχνά ακόμη και τους εναλλασσόμενους πολιτικούς εκφραστές να μοιάζουν εκ πρώτης όψεως όμοιοι. Ας σκεφτούμε κάποιον που προσπαθεί να μετακινήσει έναν τεράστιο ογκόλιθο είτε προς τα Αριστερά είτε προς τα Δεξιά. Κάποιες στιγμές οι κινήσεις θα είναι αργές, κατόπιν ίσως επιταχυνθούν λόγω κεκτημένης ταχύτητας, ειδικά αν στην απόπειρα αυτή ενώσουν και άλλοι εκφραστές τις δυνάμεις τους. Συνεπώς, το ότι «δεν αλλάζει τίποτα» είναι μία οφθαλμαπάτη, που συνδέεται με και υποθάλπει τον επόμενο μύθο.
- «Όλοι ίδιοι είναι». Την άποψη αυτή ενισχύουν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται σήμερα η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς, ζήτημα που προξενεί μείζονα ιδεολογική αντιπαράθεση. Για τις ανάγκες του άρθρου θα αρκεστώ να υπογραμμίσω ότι η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς και οι ενδιάμεσοι χώροι που προκύπτουν από αυτή δεν είναι ένα «σκονισμένο» σχήμα που έρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση. Αντιπροσωπεύει κυρίως τις τάσεις. Το πρίσμα μέσα από το οποίο διαθλώνται οι πολιτικές. Όσο υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα που μπαίνουν στη διελκυστίνδα της κοινωνικής διεκδίκησης, αντικρουόμενα συμφέροντα, ζητήματα κατανομής πόρων, διανομής υπηρεσιών και ευκαιριών, η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς θα βρίσκεται κοντά μας να «ορίζει», να επεξηγεί και να τοποθετεί όσα συμβαίνουν.
- «Η πολιτική δεν μας χωράει», αφού αποτελεί τον περίκλειστο τόπο των ελίτ, σκέψη που εξέθρεψαν γενεές γενεών οικογενειοκρατίας. Άρα αφού δεν μας χωράει, δεν μας αφορά. Την ώρα που οι ελίτ μπορούν να στήνουν τα πιόνια τους στην σκακιέρα, εσύ στέκεις παρατηρητής σε μια παρτίδα σκάκι που παίζεται για σένα.
- Γιατί «δεν υπάρχουν πρόσωπα». Όντως σήμερα είναι δυσκολότερο να υπάρξουν, αφού αποδομούνται, μέσω της υπερέκθεσής τους στο σύγχρονο ψηφιακό μιντιακό περιβάλλον – μαζί με την φλυαρία που το συνοδεύει – και «χάνονται» εν μέσω της γενικότερης γραφικότητας που ολοένα επεκτείνεται στην πολιτική σκηνή. Ωστόσο, οι γενικεύσεις ποτέ δεν αληθεύουν.
- Γιατί δεν θέλουμε να ταυτιστούμε με τις παθογένειες που κατά καιρούς συνδέθηκαν με την πολιτική δράση (διαφθορά, πελατεία, γραφικότητα). Είναι στο χέρι μας.
- Γιατί «έλα μωρέ, εμείς κοιτάμε την δουλειά μας»∙ δηλαδή δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι διακυβεύεται.
Όλα τα παραπάνω, ακόμη και αν αποτελούν πηγαία αντίδραση, δεν ακουμπούν την ουσία της συζήτησης, που είναι μία: Η απουσία από την πολιτική συμμετοχή είναι εκχώρηση δικαιώματος. Το ίδιο και η άγνοια. Κάθε εκχώρηση δικαιώματος είναι βήμα προς την ανελευθερία και άρα μία μεγάλη ήττα. Και σε μία διαρκή μάχη όπως η ζωή δεν χωρούν πολλές μεγάλες ήττες.
O Περικλής, στην παράγραφο 40 του Επιταφίου του Θουκυδίδη, απευθυνόμενος στον Αθηναϊκό Δήμο, αναφέρεται ακριβώς σε αυτό. Τάσσεται εναντίον της ιδιώτευσης υποστηρίζοντας ότι κάθε πολίτης ανεξαρτήτως των προσωπικών του δραστηριοτήτων οφείλει να γνωρίζει ικανοποιητικά τα δημόσια πράγματα. Με τόνο αυστηρό, τον μη μετέχοντα πολίτη δεν διστάζει να χαρακτηρίζει «άχρηστο», διακρίνοντάς τον σαφώς από τον «φιλήσυχο». Επισημαίνει την σημασία του να γνωρίζει κανείς το πολιτικό περιεχόμενο προτού προβεί σε αποφάσεις, χαρακτηρίζοντας την άγνοια βλαβερή. Μάλιστα, τονίζει την σημασία του λόγου ως κύριου συστατικού στην διεργασία αυτή.
Και είναι πράγματι ο λόγος το εργαλείο που μπορεί να οδηγήσει στην ανάκτηση της πολιτικής διεργασίας και να αποδομήσει όλες τις παραπάνω προκαταλήψεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξαντλείται στον εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά προσηλώνεται σταθερά στο περιεχόμενο. Ένα ευρύ, ανοιχτό κάλεσμα, με τα ζητήματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολλών στο επίκεντρο και με δημιουργικές συμπλεύσεις, μπορεί να εμπνεύσει και να ξαναφέρει τους πολίτες στην ενεργή συμμετοχή και συλλογική δράση, είτε σε τοπικό επίπεδο, είτε σε εθνικό. Άλλωστε στην εποχή μας οι λέξεις είναι το μόνο αντίβαρο στη βία που ολοένα ελλοχεύει. Γιατί, οι λέξεις κινούν τις πράξεις – και τις κοινωνικές επαναστάσεις.
Μαρία Μπουτζέτη, υποψήφια Διδάκτωρ στην Πολιτική Επικοινωνία και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, υποψήφια δημοτικού συμβουλίου με τον συνδυασμό του Υποψηφίου Δημάρχου Αθηναίων Νάσου Ηλιόπουλου, «Ανοιχτή Πόλη».