Το 2019 σηματοδοτεί την τρίτη δεκαετία ενός κόσμου απαλλαγμένου, υποτίθεται, από το ενδεχόμενο της σύγκρουσης των πάλαι υπερδυνάμεων. Πριν από τριάντα χρόνια η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τα δημοκρατικά ανοίγματα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προκάλεσαν τη συναίνεση των λαών σ’ ένα μεταβατικό μοντέλο διακυβέρνησης δυτικού τύπου.
Η Ε.Ε., τη δεκαετία του 1990, έδωσε χρόνο και χρήμα στη Γερμανία να ανασυνταχθεί. Πριν από το ορόσημο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ, τον πατριωτικό καπιταλισμό, τη φούσκα και τη Μεγάλη Υφεση του 2008, η δεκαετία του 2000 ήταν μια σχετικά ήσυχη εποχή (πλην της πρώην Γιουγκοσλαβίας στα Βαλκάνια) στη διάρκεια της οποίας η Γερμανία ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της με το φτηνό χρήμα που διοχέτευε αφειδώς στην Ευρώπη, ιδίως στον πελάτη ευρωπαϊκό Νότο -σε αντίθεση με ό,τι κάνει σήμερα.
Η Γερμανία, που σήμερα θεωρεί πως δεν υφίστανται εκκρεμότητες από την Κατοχή, είχε σκεπάσει δημιουργικά πολλά από τα προβλήματά της πετυχαίνοντας σύνθετους στόχους: να παραβιάζει με ευκολία τους κανόνες της Ενωσης, να καλύπτει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των γερμανικών εταιρειών, να ισχυροποιείται έναντι του «εσωτερικού» ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και, τέλος, να θέτει από το 2009-2010 τις βάσεις της γερμανικής Ευρώπης -μιας ιδιότυπης ηγεμονίας, χωρίς τα βάρη του ηγεμόνα, μέσα από την κρίση χρέους και την κρίση του ευρώ.
Ο Τζ. Κ. Γκαλμπρέιθ είχε μιλήσει για το πρόβλημα της αθλιότητας στην «Εποχή της αβεβαιότητας». Αρκετοί ηγέτες -έλεγε- στη Γερμανία, στην Αν. Ευρώπη, στην Ελλάδα… θεωρούσαν την πολιτική κάτι σαν οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση. Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914, στο Μεσοπόλεμο, το 1941-1944 κ.λπ. Επικρατεί και σήμερα.
Εφόσον η κληρονομιά είναι αυτό που δίνει σε κάποιον τα προσόντα για τη δουλειά, τότε ούτε η αξιοσύνη ούτε οι ικανότητες αποτελούν προϋποθέσεις. Η δουλειά είναι απλή: ροή πλούτου από το κράτος και τους φορολογούμενους στα ήδη πλούσια κράτη και τους πολύ πλούσιους, οι οποίοι, μέσω των λόμπι, γίνονται ακόμα πλουσιότεροι και σχεδόν αφορολόγητοι. Και αυτό χωρίς να λύνεται το πρόβλημα της αβεβαιότητας και της φτώχειας ή της αντώνυμης ανάπτυξης, γιατί απλούστατα ενδιαφέρει ο πληθωρισμός και όχι η ανεργία.
Και έτσι πλησιάζουμε στις ευρωεκλογές με σχεδόν αδιάφορους τους ψηφοφόρους γύρω από το εάν η Ε.Ε. μπορεί να είναι ή όχι μια απάντηση στην Ιστορία.
Και για να μη μιλάμε μόνο για το Brexit, τον αντιευρωπαϊσμό του Τραμπ, τις ανελεύθερες δημοκρατίες της Ουγγαρίας και Πολωνίας, τους ακροδεξιούς της Ιταλίας ή για τις γεωπολιτικές ανησυχίες της Ρωσίας και της Κίνας, ας θυμηθούμε απλώς ότι το 2005 δύο ιδρυτικά και ισχυρά μέλη της Ενωσης, η Γαλλία και η Ολλανδία, είχαν απορρίψει με δημοψήφισμα τη συνταγματική συνθήκη της Ε.Ε.
Τα δύο ακροδεξιά κόμματα των χωρών αυτών, το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο και το Ολλανδικό Κόμμα της Ελευθερίας, είχαν σχηματίσει συμμαχία πριν από τις εκλογές του 2014 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σήμερα οι μετρήσεις δείχνουν άνοδο της Ακροδεξιάς, ένα μέρος της οποίας θέλει να σχηματίσει αρκετά ισχυρό μπλοκ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να σκοτώσει «το τέρας της Ευρώπης».
Ποια η απάντηση της Ενωσης στην ογκούμενη δυσφορία; Ποια η απάντηση στην επανεμφάνιση του φασισμού; Από τα στοιχεία της Eurostat: σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα για το 2016-2017 σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρισκόταν πάνω από το 30% του πληθυσμού (στην Ελλάδα το 34,8%). Σε Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, πάνω από το 40%. Η ανάπτυξη ως εξαίρεση στη μεταπολεμική Ευρώπη; Η ανάπτυξη ως προσωρινή εξαίρεση στην Ελλάδα;
Και κάτι ακόμα. Οπως έδειξε ο Τομά Πικετί στο «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», η ιστορία της κατανομής του πλούτου είναι πάντοτε μια ιστορία βαθιά πολιτική και δεν συνοψίζεται σε καθαρά οικονομικούς μηχανισμούς. Είναι χαοτική, απρόβλεπτη και επικίνδυνη όταν είναι άνιση. Εφόσον αυτή η ανισότητα καθορίζει το μέλλον της μεταπολεμικής Δύσης, τότε το σύστημα φτάνει στα όριά του. Η Ελλάδα υπήρξε πρωταθλήτρια ανισότητας στην Ευρώπη στα χρόνια της κρίσης.
Η κρίση έφερε πλούτο σε λίγους και φτώχεια σε πολλούς απειλώντας βασικά στοιχεία της δυνητικής ανάπτυξης. Κι όμως, λ.χ., ο Χαρδούβελης θυμήθηκε τα «δωρεάν δείπνα». Η κρίση συνέτριψε το κομματικό σύστημα όπως το ξέραμε και κλόνισε βασικές θεσμικές δομές της πολιτικής. Στην κοινωνία ξύπνησε δαίμονες που είχαμε ξεχάσει. Από τους σχεδιαστές, ως φάνηκε, ξεχάστηκαν τα στοιχειώδη: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται…» (ας φάνε οι φτωχοί να χορτάσουν).
Αυτό το απλό κοινωνικό και χριστιανικό φαίνεται παραμένει άγνωστο σε δύο άλλες μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον, στους μεταλλαγμένους φιλελέ που αναζητούν στο παρελθόν τους τις απαντήσεις για το μέλλον τους –δηλαδή, στους ληστρικούς τύπους διανομής που θέλουν τα «δωρεάν δείπνα» για τον εαυτό τους. Δεύτερον, στους συλλογικά «ενοχικούς» μεταλλαγμένους που, κατά τον Σπύρο Ασδραχά, «αντί να κοιτάνε την ευωχία του πλούσιου Λάζαρου, γεύτηκαν τα αποφάγια του». Καλή Ανάσταση.