Στο συγκλονιστικό «Μοιρολόι της Μεγάλης Παρασκευής», που απαντά σε πάμπολλες παραλλαγές, σε όλα τα ιδιώματα της νεοελληνικής γλώσσας και σε κάθε περιοχή όπου μιλήθηκε, η Παναγία δεν θρηνεί σαν Θεοτόκος, σαν μητέρα Θεού. Μοιρολογάει τον γιο της σαν μάνα ανθρώπου, θνητού, που τίποτε δεν της εξασφαλίζει ότι θα τον ξαναδεί αναστημένο, με ταπεινωμένο στα νικηφόρα πόδια του τον Αδη. Ο απόλυτος σπαραγμός της εξηγεί εν μέρει τις κατάρες της κατά του Ατσίγγανου, που έφτιαξε τα πέντε καρφιά της σταύρωσης. Κατά τη λαϊκή παράδοση βέβαια, που αντιπαθεί γενικά τους Τσιγγάνους, γιατί τίποτε δεν λένε για σταυρωτήδες Φαραώ ή χαλκιάδες τα Ευαγγέλια (κανονικά και απόκρυφα) ή οι Πατέρες και η υμνογραφία.

Μαθαίνοντας η Παναγία (και μάλιστα από τον Αϊ-Γιάννη τον Πρόδρομο, άλλο στοιχείο αυτό της εξωευαγγελικής λαϊκής διήγησης) για τα πάθη του γιου της, σκέφτεται ό,τι αναρίθμητες μανάδες:

«Δεν έχ’ γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου, / δεν έχ’ μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου, / δεν έχ’ σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου». Στο «Μοιρολόι» την αποτρέπει ο Χριστός: «Μάνα μ’, αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ’ όλος ο κόσμος, / μάνα μ’ αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ’ όλος ο κόσμος». Αντίθετα, σε μία από τις λαϊκές παραδόσεις που αποθησαύρισε ο Ν.Γ. Πολίτης, η Παναγία αποφασίζει να μην αυτοκτονήσει δίχως την υιική προτροπή. Καταριέται μάλιστα την (ανύπαρκτη σε άλλες αφηγήσεις) αγία Καλή, που την ψέγει επειδή μετέχει στον νεκρόδειπνο: «Οταν σταυρώθη ο Χριστός, και η Παναγία εκαθότανε στην παρηγοριά, επέρασε μια καλόγρια και είπε: Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι; Τότε εγύρισε η Παναγία και της είπε: Σύρε, μάνα Καλή, μήτε να ψάλεσαι μήτε να λειτουργιέσαι. Αν κρεμαστώ εγώ, θα κρεμαστούν μανάδες και αν πνιγώ εγώ, θα πνιγούν μανάδες, κάθομαι στην παρηγοριά, για να παρηγορηθούν όλες οι μανάδες».

Παρηγοριούνται άραγε οι ζώντες; Ενα λευκαδίτικο μοιρολόι, «εξαιρετικής τελειότητας» κατά τον Γκυ Σωνιέ που το ανθολογεί, τους δείχνει έτοιμους να υπηρετήσουν ένα ψέμα, όχι όμως για να παρηγορηθούν οι ίδιοι αλλά οι αγαπημένοι νεκροί, που δεν θα ξαναπασχάσουν: «Αυτού που βούλεσαι να πας, κι όπου ξεπερατιέσαι, / αν εύρεις νιους χαιρέτα τους, και νιες κουβέντιασέ τες. […] Μην πεις πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες. / Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχει, / και την ημέρα τ’ αϊ-Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια». Ή: «Και το δεκαπενταύγουστο φουσκώνουν τα ποτάμια».