«Όσο κι αν πάσχιζαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, στοιβαγμένες σ’ εκείνο τον στενάχωρο τόπο, να τον παραμορφώσουν, όσο κι αν τον είχαν βουλιάξει στην πέτρα για να μη φυτρώνει τίποτε πάνω στη γη συνθλίβοντας και το παραμικρό χορταράκι που ξεμυτούσε, όσο κι αν έπνιγαν τον αέρα στην αιθαλομίχλη του κάρβουνου και του πετρελαίου, όσο κι αν καταστρέφανε τα δέντρα και αποδιώχνανε όλα τα ζώα και τα πουλιά, τόσο περισσότερο η άνοιξη φανέρωνε το αιώνιο μεγαλείο της, ακόμα και μέσα στην πόλη.
Ο ήλιος ζέσταινε τη φύση, η χλόη ζωντανεμένη φύτρωνε και καταπρασίνιζε το χώμα, όπου είχε ακόμη απομείνει, όχι μονάχα στα παρτέρια, μα κι ανάμεσα στις πλάκες των λιθόστρωτων λεωφόρων. Οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ξετύλιγαν τα γυαλιστερά και μυρωδάτα φύλλα τους, στις φλαμουριές τα φουσκωμένα μπουμπούκια βιάζονταν να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια και τα περιστέρια ετοιμάζονταν γοργόφτερα μέσα σ’ αυτό τ’ ανοιξιάτικο γιορτάσι για τις καινούργιες τους φωλιές κι οι μύγες κάτω απ’ το ζεστό ήλιο ζουζούνιζαν νωχελικά πάνω στους τοίχους.
Γιόρταζε η πλάση όλη, τα φυτά, τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρά παιδιά. Μονάχα οι μεγάλοι συνέχιζαν απτόητοι να εξαπατούν και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό το ιερό τελετουργικό του ανοιξιάτικου πρωινού, αυτή η ομορφιά του θείου κόσμου, δώρο σ’ όλα τα πλάσματα της γης που τους υποσχόταν την ειρήνη, την ομόνοια και την αγάπη, δεν άγγιζε τις ψυχές τους.
Μοναδική, ζωτική τους έγνοια ήταν τι θα μηχανεύονταν οι ίδιοι για να καταδυναστεύουν ο ένας τον άλλον».
Απόσπασμα από το βιβλίο Η Ανάσταση, του Λ. Τολστόι, εκδόσεις Γκοβόστη