Οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα για την αλλαγή καθεστώτος καταγράφηκαν στην Εκθεση για τη Βενεζουέλα που ετοίμασε το 2012 ο επικεφαλής της εθνικής κατασκοπίας των ΗΠΑ, Τζέιμς Ρ. Κλάπερ, που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην πρόκληση προπαγανδιστικών κινήσεων κοινωνικής αναταραχής για ζητήματα όπως η προγραμματισμένη έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις τιμών στα καταναλωτικά αγαθά, οι γενικευμένες διακοπές ηλεκτρικής ενέργειας, η παραβατικότητα και η εγκληματική βία, σε συνδυασμό με διαδηλώσεις και συλλαλητήρια.
Η προβολή με κατάλληλους χειρισμούς των προβλημάτων αυτών ως μέρους πολιτικής και κοινωνικής αποσάθρωσης και ακυβερνησίας, με τη χρησιμοποίηση και εμπλοκή εγκληματικών συμμοριών, εμπόρων ναρκωτικών, παραστρατιωτικών ομάδων και αντικοινωνικών στοιχείων, ώστε να προκαλέσουν συνθήκες γενικευμένου χάους (στρατηγικά προσανατολισμένου και σχεδιασμένου), θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες.
Στο πλαίσιο του Μη Συμβατικού Πολέμου, όπως περιγράφεται στο «Εγχειρίδιο TC 18-01» του Πενταγώνου, η πρώτη φάση της «Επιχείρησης Βενεζουέλα – Ελευθερία» με τη στήριξη της Διοίκησης της Νότιας Πτέρυγας, περιελάμβανε και την «Εκκίνηση», όπως ονομάστηκε η αντιπολιτευτική πολιτική καμπάνια (βίαιες αντιδράσεις κοινωνικής ανυπακοής, διαδηλώσεις, εκστρατείες μέσα από το διαδίκτυο) που άρχισε στις 23/1/14 στο Καράκας και άλλες σημαντικές πόλεις και είχε στόχο να βρει μια «ειρηνική, δημοκρατική και συνταγματική διέξοδο για την κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο» (sic).
Η πρωτοβουλία αυτή είχε ως αιχμή του δόρατος τους Λεοπόλδο Λόπες, Αντόνιο Λεδέσμα και τη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ηγέτες της αντιπολιτευόμενης οργάνωσης «Δημοκρατική Ενότητα». Διήρκεσε μέχρι τις 18/2, όταν συνελήφθη ο Λεοπόλδο Λόπες ως υπεύθυνος των γεγονότων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 43 ατόμων.
Μετά τη νέα αυτή αποτυχία των σχεδιασμών της Ουάσινγκτον, ο Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε Διάταγμα όπου χαρακτήριζε τη Βενεζουέλα ασυνήθη και έκτακτη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Τρεις μέρες μετά, ο επικεφαλής της Διοίκησης της Νότιας Πτέρυγας, στρατηγός Τζον Κέλι, βεβαίωνε ενώπιον των γερουσιαστών της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων του Κογκρέσου ότι η «Επιχείρηση Βενεζουέλα – Ελευθερία» είχε στόχο να προκαλέσει μια κατάσταση χάους και πολιτικής αστάθειας, με διαδηλώσεις συνδυασμένες με δοσολογημένη χρήση ένοπλης βίας, προεπιλεγμένες δολοφονίες, σαμποτάζ στρατηγικών εγκαταστάσεων και παραστρατιωτικές δράσεις, αξιοποιώντας τα σύνορα της Βενεζουέλας με την Κολομβία.
Στις 25/2/16, ο αντικαταστάτης του στρατηγού Κέλι στη Διοίκηση της Νότιας Πτέρυγας, ναύαρχος Κουρτ Τιντ, έθεσε σε λειτουργία τη δεύτερη φάση του σχεδίου «Επιχείρηση Βενεζουέλα – Ελευθερία». Σε ένα ντοκουμέντο που υπέγραφε ο ίδιος, ισχυριζόταν πως είχε συμφωνήσει με τον νέο γενικό γραμματέα του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ), τον Ουρουγουανό Λουίς Αλμάγρο, την εφαρμογή εναντίον της Βενεζουέλας της «Δημοκρατικής Χάρτας» της ΟΑΚ, στο πλαίσιο του πολέμου γενικού φάσματος, που είχε διαμορφωθεί τον Ιούνιο του 2000 από τη Διεύθυνση Στρατηγικών Πολιτικών και Σχεδίων του Στρατού των ΗΠΑ (Ντοκουμέντο Joint Vision 2020), δηλαδή τη Δογματική Μήτρα όλων των σχεδίων Μη Συμβατικού Πολέμου που διεξαγόταν εναντίον της.
Σύμφωνα με τον ναύαρχο Τιντ, τη δεύτερη φάση της ανατρεπτικής στρατηγικής των ΗΠΑ την υλοποιούσαν μυστικοί πράκτορες της «Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων», της μικτής «Δύναμης Μπράβο» που επιχειρούσε με έδρα τη βάση της Παλμερόλα (Σότο Κάνο) στην Κομαγιάγουα της Ονδούρας και η «Δύναμη Μικτών Διαπρακτορειακών Επιχειρήσεων (κατασκοπίας) του Νότου».
Η φάση αυτή σχεδιάστηκε ως μια επιχείρηση ευρέος φάσματος, κοινή και συνδυασμένη, που έδινε ιδιαίτερη και πρωταρχική σημασία σε όρους όπως αποφασιστική δύναμη, προβολή δύναμης, υπερπόντια παρουσία και στρατηγική ευελιξία. Από μόνη της η ορολογία αυτή υποδηλώνει μεγάλη δυνατότητα κινητοποίησης αεροπορικών, θαλάσσιων και χερσαίων δυνάμεων ταχείας ανάπτυξης, εναντίον του στόχου της επιχείρησης: του Νικολάς Μαδούρο και της Μπολιβαριανής Επανάστασης.
Παρότι στο συνωμοτικό σχέδιο του Πενταγώνου και σ’ αυτό του ψυχολογικού πολέμου επισημαίνεται ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναλάμβαναν το κόστος μιας ένοπλης επέμβασης στη Βενεζουέλα, εντούτοις προβλεπόταν μια τελική φάση τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2016, κατά τις εκτιμήσεις, που απαιτούσε τη μιντιακή επιβολή μιας ανθρωπιστικής κρίσης (από έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων, νερού και ηλεκτρικής ενέργειας), καθώς και ενός ιδεολογήματος που να στηρίζει σε διεθνές επίπεδο το σενάριο μιας Βενεζουέλας που ελάχιστα απέχει από την κατάρρευση και που βρίσκεται στα πρόθυρα εσωτερικής ρήξης. Αυτό θα ήταν και το πρόσχημα διευκόλυνσης μιας ανθρωπιστικής επέμβασης της Ουάσινγκτον, σε απάντηση «έκκλησης» του ΟΗΕ ή του ΟΑΚ.
Ως υποστήριγμα του «Υβριδικού Πολέμου» εναντίον της κυβέρνησης του Μαδούρο, στο νέο του «στάδιο κύκλωσης και ασφυξίας», το δόγμα του «γενικού φάσματος», που ανέσυρε ο Τιντ, χρησιμοποιούσε μέσα στρατιωτικά, διπλωματικά, νομικά, της οικονομίας, της κατασκοπίας και αξιοποιούσε, επίσης, μεγάλες εταιρείες και επιχειρηματικά λόμπι, καθώς και παράγοντες της διεθνούς Δεξιάς, πολιτικούς ή επιστήμονες και διανοούμενους.
Σε επίπεδο πολιτικών, πρόθυμα στηρίζουν τη στάση των ΗΠΑ εναντίον του Μαδούρο οι πρώην πρόεδροι της Κολομβίας Σέσαρ Γαβίρια και Αλβαρο Ουρίμπε, ο Βισέντε Φοξ και ο Φελίπε Καλδερόν του Μεξικού, ο Σεμπαστιάν Πινιέρα της Χιλής, οι πρώην πρωθυπουργοί της Ισπανίας Χοσέ Μαρία Αθνάρ και Μαριάνο Ραχόι μαζί με τους διανοούμενους/συγγραφείς Ενρίκε Κράουζε και Χόρχε Καστανιέδα από το Μεξικό, και Μάριο Βάργκας Λιόσα από το Περού.
Και, τέλος, ένθερμους υποστηρικτές της πολιτικής τους εναντίον του Ούγο Τσάβες, αρχικά, και μετά του Νικολάς Μαδούρο, οι ΗΠΑ είχαν και έχουν ΜΚΟ, συντηρητικούς ηγέτες της καθολικής εκκλησίας, καθώς και φοιτητικές οργανώσεις που πάντα τροφοδοτούν και εκπαιδεύουν για το ενδεχόμενο ενός «ήπιου πραξικοπήματος».
* Με καταγωγή από την Ουρουγουάη, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κάρλος Φάσιο ζει στο Μεξικό, όπου έφτασε ως πολιτικός φυγάς. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Λατινοαμερικανούς αναλυτές γεωστρατηγικής, διεθνώς αναγνωρισμένος. Είναι καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM) και στο μεταπτυχιακό Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πόλης του Μεξικού (UACM). Το παραπάνω άρθρο γνώμης δημοσιεύτηκε στις 22/4/2019 στην εφημερίδα La Jornada (jornada.com.mx)
Μετάφραση: Πάμπος Χατζηλαμπής