Δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει τον ανήφορο οι καπνοί από τις θράκες του οβελία. Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή, αλήθεια; Τι λέξεις της βάζεις; Εχεις ακόμα στ’ αυτιά σου κρότους από τα χθεσινά βαρελότα. Μόνο που αυτά συνέβησαν άλλη μέρα. Με την Ανάσταση. Τώρα σιωπή. Της Ανάπαυσης ίσως; Λίγο προτού ξεκινήσουν οι ετοιμασίες της μεγάλης γιορτής της Λαμπρής και της Ανοιξης; Το γλέντι;
Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Δυο κοκόρια, ένα στη μια, τ’ άλλο στην άλλη άκρη του χωριού. Ξύπνησαν και θέλουν να ξυπνήσουν το χωριό ή τα λένε μεταξύ τους; Ανταλλάσσουν μηνύματα; Οι καρδερίνες στη ρεματιά. Πρωτύτερα, προτού ξημερώσει, ήταν τ’ αηδόνια, τώρα που ξημέρωσε έπιασαν βάρδια οι καρδερίνες.
Κοκόρια, αηδόνια, καρδερίνες, ανάμεσα και κάποιος κότσυφας… Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Δεν ησυχάζει η φύση. Κοινότοπο, αλλά δεν ησυχάζει, μέρα-νύχτα. Πρόσφατα, έβλεπες σε ντοκιμαντέρ πόσο από το ζωικό βασίλειο ζει τη νύχτα και πόσο τη μέρα. Οι άνθρωποι μετράμε με τα μέτρα μας· το είπε ο Πρωταγόρας από τότε… Αν μετρούσαμε, κατά φύσιν, είναι απίστευτα πιο πολλά τα έμβια που δεν κοιμούνται νύχτα και εργάζονται για τον επιούσιο.
Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Υπάρχει και ο εσωτερικός συλλαβισμός, της μνήμης. Θυμάσαι, προηγούμενα Πάσχα στο ίδιο χωριό, κοντεύουν τα τριάντα. Περνάνε τα χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Ονόματα· κάθε όνομα και η θέση του στον χώρο και τον χρόνο: Χριστίνα, Αντώνης, Γιώργος, Αλέκος, Λάκης, τόσοι και τόσοι. Ηταν και δεν είναι. Ετοιμασίες, κληματόβεργες, θράκα, χώνεμα, από τα χαράματα. Τώρα, όλο και κάπου είσαι καλεσμένος…