Ο πολιτισμός του θεάματος, δηλαδή της μετατροπής των πάντων σε καταναλώσιμο θέαμα, θέλει τα έθιμά του. Και τα επιβάλλει. Σε λίγο καιρό και δίχως πολύ κόπο. Πολλές από τις «αναβιώσεις εθίμων» προορίζονται –ρητά ή άρρητα– για μια μηχανή με τρεις κινητήρες: τηλεοπτικός ο πρώτος, τουριστικός ο δεύτερος, της «δημιουργικής λαογραφίας» ο τρίτος, ο οποίος ανακαλύπτει «ρίζες στην Τουρκοκρατία ή στη Φραγκοκρατία» σε οτιδήποτε ή παρασταίνει σαν πανίσχυρες τις ισχνές που ίσως υπάρχουν. Ο τηλεοπτικοτουριστικός κινητήρας λ.χ. απειλεί να μετατρέψει τους «μπότηδες» της Κέρκυρας σε σόου που μιμείται τη λογική των σαρβάιβορ, αφού η όρεξη της συμμετοχής σε κάτι συλλογικό φαίνεται να ηττάται από το άγχος επίδειξης και της ατομικής νίκης· κάποια στιγμή τα κανάτια θα γίνουν τρίμετρα, για το εφέ, και δεν θα ’χουν νερό μέσα, αλλά δυναμιτάκια για αποτροπαϊκότερο μπουμ.
Το προπασχαλινό έθιμο είναι η χαμογελαστή υμνητική προαναγγελία των οιονεί πολεμικών εθίμων που θρυλείται ότι αναβαθμίζουν το «κλίμα κατάνυξης»: ρουκετοπόλεμος, σαϊτοπόλεμος, χαλκούνια… Το μεθεόρτιο έθιμο, αυτάδελφο του προεόρτιου, είναι η αναγγελία με ύφος πένθιμο και επιτιμητικό των θανάτων και των ακρωτηριασμών από ρουκέτες και σαΐτες. Αλλά και από περίστροφα ή καλάσνικοφ, που αντικαθιστούν κατά τόπους το «παραδοσιακό» κυνηγετικό.