Ο πολιτισμός του θεάματος, δηλαδή της μετατροπής των πάντων σε καταναλώσιμο θέαμα, θέλει τα έθιμά του. Και τα επιβάλλει. Σε λίγο καιρό και δίχως πολύ κόπο. Πολλές από τις «αναβιώσεις εθίμων» προορίζονται –ρητά ή άρρητα– για μια μηχανή με τρεις κινητήρες: τηλεοπτικός ο πρώτος, τουριστικός ο δεύτερος, της «δημιουργικής λαογραφίας» ο τρίτος, ο οποίος ανακαλύπτει «ρίζες στην Τουρκοκρατία ή στη Φραγκοκρατία» σε οτιδήποτε ή παρασταίνει σαν πανίσχυρες τις ισχνές που ίσως υπάρχουν. Ο τηλεοπτικοτουριστικός κινητήρας λ.χ. απειλεί να μετατρέψει τους «μπότηδες» της Κέρκυρας σε σόου που μιμείται τη λογική των σαρβάιβορ, αφού η όρεξη της συμμετοχής σε κάτι συλλογικό φαίνεται να ηττάται από το άγχος επίδειξης και της ατομικής νίκης· κάποια στιγμή τα κανάτια θα γίνουν τρίμετρα, για το εφέ, και δεν θα ’χουν νερό μέσα, αλλά δυναμιτάκια για αποτροπαϊκότερο μπουμ.

Το προπασχαλινό έθιμο είναι η χαμογελαστή υμνητική προαναγγελία των οιονεί πολεμικών εθίμων που θρυλείται ότι αναβαθμίζουν το «κλίμα κατάνυξης»: ρουκετοπόλεμος, σαϊτοπόλεμος, χαλκούνια… Το μεθεόρτιο έθιμο, αυτάδελφο του προεόρτιου, είναι η αναγγελία με ύφος πένθιμο και επιτιμητικό των θανάτων και των ακρωτηριασμών από ρουκέτες και σαΐτες. Αλλά και από περίστροφα ή καλάσνικοφ, που αντικαθιστούν κατά τόπους το «παραδοσιακό» κυνηγετικό.

Φέτος, όπως και πέρυσι, όπως κάθε πέρυσι, μετράμε νεκρούς και τραυματίες. Εξ εθίμων. Δηλαδή από την ελαφρόμυαλη τήρησή τους. Σαΐτες που «ξέφυγαν», σφαίρες που «ξέφυγαν». Τάχα επειδή τους το επέτρεψε η «κακιά ώρα», προετοιμασμένη ωστόσο από την ανεμελιά ή την ανευθυνότητα. Ελαφρόμυαλη και η γονιδιακή «ερμηνεία» της φονικής εντέλει ανεμελιάς και ανευθυνότητας από τον δήμαρχο της Καλαμάτας και υποψήφιο περιφερειάρχη. Για έναν νεκρό θα έπρεπε να μιλήσει στην πρώτη, αυθόρμητη δήλωσή του, για τον εικονολήπτη Κώστα Θεοδωρακάκη, αλλά ο νους του έτρεχε στην αυτοαπαλλακτική ψευτοδικαιολογία: «Ο σαϊτοπόλεμος είναι καταγεγραμμένος στο DNA των Μεσσήνιων». Του πήρε δύο μέρες ώσπου να αντιληφθεί ότι το λαϊκιστικό παραεπιστημονικό δόγμα του είχε γίνει μπούμερανγκ. Και, μπροστά στον ψηφοφθόρο σάλο, ανασκεύασε εαυτόν. Μόνο που η στερνή του γνώση έχει την ίδια αξία που έχει η στερνή γνώση σχεδόν όλων: Είναι κάτι σαν ξόρκι που το λέμε δίχως να το πολυπροσέχουμε όταν το μηρυκάζουμε και δίχως να το πιστεύουμε. Γι’ αυτό και το πιο πιθανό είναι ότι θα το ξανακούσουμε και του χρόνου και του παραχρόνου.