iloveithaki.gr / apr 25th 2019
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ ένας ναύτης τραγουδάει
τους καημούς και τις ελπίδες, που μαζί του κουβαλάει.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ ένας ναύτης αραχτός
και δακρύζει η μουσική και δακρύζει ο ποταμός.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ ένας ναύτης ξεψυχάει
κι είναι λιώμα κι όλο κλαίει και χτυπιέται τούτη η πόλη.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ στην ομίχλη το πρωί
ένας ναύτης ξεπετιέται, κει που κλαίει ένα παιδί.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ που μαζεύονται οι ναύτες,
κάποιος απ’ αυτούς αρπάζει ψαροκέφαλα απ’ τις γάτες.
Και τα δόντια του σου δείχνει, σαπισμένα που ‘χουν μείνει,
μα μπορούνε να ρουφήξουν τα κατάρτια στη σελήνη.
Και στον ταβερνιάρη γνέφει με το χέρι τ’ αδειανό,
γερο-μάγειρα μαλάκα πέτα ψάρια κατά δω.
Κι όπως του ‘ρθε να ξεράσει έτσι αμίλητος σαν πτώμα,
ξεκαρδίζεται και λύνει το ζωνάρι του στο χώμα.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ ένας ναύτης μπεκροπίνει,
μπίρες πίνει και μεθάει κι όλο πίνει και ξερνάει.
Ξαναπίνει στην υγειά τους, στις πουτάνες που ‘χουν πάρει
εκατόν πενήντα άντρες σε μια νύχτα η καθεμιά τους.
Έχουν χάσει την τιμή τους, παζαρεύοντας στην πιάτσα
για ‘να πιάτο κρύα σούπα δυο φιορίνια ή δυο μάρκα.
Και τη θάλασσα ο ναύτης και το χώμα αυτό θα φτύσει
κι όπως κλαίω την αγάπη, έτσι αυτός θα τις ξεσκίσει.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ.