Δημοσίευση αυγής: 10 Μαΐου 2019 11:58
Του Δημήτρη Βαρδαβά – Σε αντίθεση με τον Δημοσθένη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ένας ικανός ρήτορας. Αυτό, ωστόσο, δεν συνιστά την ουσία. Αυτό που συνιστά μείζον και ουσιώδες πρόβλημα, δεν είναι τα χαλίκια του, αλλά η «άρθρωση» του.
Του Δημήτρη Βαρδαβά
Λέγεται ότι ο Δημοσθένης, ρήτορας του αρχαιοελληνικού 4ου π.Χ. αιώνα, λόγω δυσκολιών που αντιμετώπιζε στην άρθρωση του, συνήθιζε να εξασκεί τον εαυτό του στη ρητορική τέχνη τοποθετώντας στο στόμα του μικρά χαλίκια. Η άσκηση αυτή αντανακλά το πείσμα και την επιμονή του, ιδιότητες οι οποίες τελικά τον ώθησαν να γίνει ένας από τους ρήτορες εκείνους που δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ακόμη μελετώνται.
Σε αντίθεση με τον Δημοσθένη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ένας ικανός ρήτορας. Σπανίως χρωματίζει τη φωνή του κατάλληλα όταν αγορεύει, σπανίως αντιλαμβάνεται τη σωστή στιγμή για να αυξομειώσει την ένταση της φωνής του (και όταν το κάνει, το κάνει απότομα και άτσαλα), ενώ η στάση και η κίνηση του σώματος, το οποίο αναπηδά όταν εκφωνεί την προγραμματισμένη ατάκα, δίνει την εντύπωση μιας άγριας χαράς ενός πολιτικού χαιρέκακου στην αντιπαράθεση και όχι ενός πολιτικού που απευθύνεται με αυτοπεποίθηση στο σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό, ωστόσο, δεν συνιστά την ουσία. Μπορεί η εικόνα ενός υποψηφίου πρωθυπουργού που δυσκολεύεται να αγορεύσει χωρίς να διαβάζει να μην είναι γοητευτική, δεν είναι όμως, ομολογουμένως, ένα ουσιώδες πρόβλημα. Έχει άλλωστε τα έτοιμα κείμενα και τους λογογράφους, τα ρητορικά χαλίκια του. Αυτό που συνιστά μείζον και ουσιώδες πρόβλημα, όμως, δεν είναι τα χαλίκια του, αλλά η «άρθρωση» του.
Η άρθρωση μιας σκοτεινής ατζέντας γεμάτης ψεύδη και συκοφαντίες, η άρθρωση κίτρινων επιθέσεων χαμηλών ενστίκτων και αισθητικής, η άρθρωση ενός αντικοινωνικού νεοφιλελεύθερου προγράμματος απορρύθμισης της εργασίας και ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού τομέα με ακροδεξιά πολιτική στο προσφυγικό, τα δικαιώματα, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Δεν είναι επικοινωνιακή μεγέθυνση προεκλογικού χαρακτήρα η διαπίστωση ότι η τετράλεπτη δευτερολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, την πρώτη ημέρα της τριήμερης συζήτησης για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, ήταν αποκαλυπτική, με την βιβλική έννοια του όρου. Ένα μόνο τετράλεπτο, κατά το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μια φορτισμένη στιγμή της πολιτικής αντιπαράθεσης, έπρεπε να μιλήσει χωρίς τα ρητορικά χαλίκια, έτοιμα κείμενα και λογογράφους, έφτανε και περίσσευε για να αποδείξει ποια είναι η ατζέντα στην οποία αυθόρμητα προστρέχει ο υποψήφιος πρωθυπουργός της χώρας, όταν τα βρίσκει σκούρα με τα πολιτικά του επιχειρήματα.
Μια ατζέντα γεμάτη αντιπερισπασμούς, λαθροχειρίες, αστήρικτα και συκοφαντικά ψέματα που εισάγουν στη δημόσια σφαίρα ακροδεξιές φυλλάδες, «δημοσιογραφικές» υποκλοπές ιδιωτικών στιγμών και άλλα που δεν περιμένει κανείς από ένα κόμμα «αστικής ευγένειας». Μπορεί κάποια πράγματα να είναι οφθαλμοφανή ακόμη και με την πρώτη ματιά, όπως για παράδειγμα η μικρομέγαλη ακροδεξιά ρητορική και συμπεριφορά που επέδειξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αξίζει ωστόσο να κοιτάξει κανείς προσεκτικά την τετράλεπτη δευτερολογία, ώστε οι χαρακτηρισμοί αυτοί, σε μια εποχή που οι χαρακτηρισμοί περισσεύουν, να είναι τεκμηριωμένοι.
Αρχικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά στην αναφορά που έκανε ο πρωθυπουργός στην πρωτόδικη καταδίκη του Νίκου Γεωργιάδη για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου (προσπαθώντας να αναδείξει την υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας στην επίκληση της ηθικής τάξης) με μια ad hominem επίθεση στον Αλέξη Τσίπρα ότι τάχα δεν σέβεται τις οικογενειακές αξίες και άρα δεν δικαιούται δια να ομιλεί. Απόδειξη για την υποτιθέμενη αδιαφορία του πρωθυπουργού για τις οικογενειακές αξίες συνιστά η «επίθεση στη σύζυγο», Μαρέβα Γκραμπόφσκι. Βεβαίως, εδώ, η επίκληση στη σύζυγο είναι αλά Στέλιος Κυμπουρόπουλος.
Με την ίδια συγκατάβαση που ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος τοποθετήθηκε στο βάθρο του πολιτικού απυρόβλητου επειδή είναι άνθρωπος με αναπηρία, με τον ίδιο πατερναλισμό και η επιχειρηματίας Μαρέβα Γκραμπόφσκι μπορεί να διατηρεί εταιρίες off-shore και να δέχεται περίεργες χρηματοδοτήσεις χωρίς κανείς να την ελέγχει επειδή είναι γυναίκα και… σύζυγος του συζύγου. Θεωρεί δε δεδομένο ότι η γυναίκα του έγινε στόχος μόνο και μόνο επειδή ο αντίπαλος δεν ήταν αρκετά ισχυρός και τολμηρός για να χτυπήσει εκείνον.
Η σύζυγος του, δηλαδή, είναι ο εύκολος και αδύναμος στόχος, η Αχίλλειος πτέρνα ενός κατά τα άλλα πανίσχυρου πολεμιστή. Αυτή η μάτσο φιγούρα του παραδοσιακού προστάτη πάτερ-φαμίλια είναι από τα βασικά πρότυπα ενός ηγέτη της Δεξιάς, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να ενσαρκώσει, ο οποίος, όμως, ταυτόχρονα, απενεργοποιεί τους πανίσχυρους ηθικούς ανιχνευτές του για να κάνει τα στραβά μάτια για τον ημέτερο, Νίκο Γεωργιάδη. Λες και η υποτιθέμενη αδιαφορία Τσίπρα για τις αξίες της οικογένειας, ακόμη κι αν μπορούσε να αποδειχθεί, θα συνιστούσε κανενός είδους αντίβαρο στις ηθικές συνέπειες της καταδίκης Γεωργιάδη.
Την ίδια στρατηγική του αντιπερισπασμού μέσω της αντεπίθεσης στην ηθική του αντιπάλου ακολουθεί και στην συνέχεια, απαντώντας στην μομφή για τις σχέσεις της οικογένειας του με τη διαφθορά, επιστρατεύοντας αστήρικτες συκοφαντίες για την υποτιθέμενη ανάληψη δημοσίων έργων από την τεχνική εταιρία του πατέρα του Αλέξη Τσίπρα από το καθεστώς της Χούντας, συκοφαντίες που εισήγαγαν στο δημόσιο διάλογο φασιστικές φυλλάδες με παρακρατική αντίληψη για την πολιτική ζωή, όπως το Μακελειό του Στέφανου Χίου. Συνιστά σοκαριστικό γεγονός, ο υποψήφιος πρωθυπουργός της χώρας να έχει στην φαρέτρα των ρητορικών του τεχνικών την καταφανώς σκανδαλοθηρική, λούμπεν ακροδεξιά χυδαιολογία φυλλάδων, όπως αυτή του Μακελειού.
Είναι δε ενδεικτικό για το ηθικό μέγεθος του πολιτικού ανδρός η ψυχολογία σχολικής αυλής που υιοθετεί στην αντιπαράθεση, της λογικής «μου είπες για τον μπαμπά μου, θα σου πω για τον δικό σου». Ξεχνάει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι ο δικός του πατέρας ήταν δημόσιο πρόσωπο, εν ενεργεία πολιτικός από την δεκαετία του 1940 και διατελέσας πρωθυπουργός της χώρας, και επομένως αναγκαστικά εκτεθειμένος στην κριτική, σε αντίθεση με τον Παύλο Τσίπρα, πατέρα του Αλέξη Τσίπρα, που η μόνη του παρουσία στη δημόσια σφαίρα είναι οι άθλιες συκοφαντίες του φασιστικού κιτρινισμού εις βάρος του και πέραν τούτου ουδέν.
Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέρχεται στο επίσης σκανδαλοθηρικό θέμα με το σκάφος και τις τριήμερες διακοπές του πρωθυπουργού, για να επιβεβαιώσει το συστηματικό του φλερτ με την οχλοκρατία. Την οχλοκρατία, στην οποία έκλεινε το μάτι, και όταν οι οργανώσεις του κόμματός του ωθούσαν τους αχαλίνωτους ακροδεξιούς να τηλεφωνούν στους βουλευτές και να τους τρομοκρατούν με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών. Μια οχλοκρατία κι έναν λαϊκισμό, σε μορφή και περιεχόμενο (βλ. «να τος, να τος, ο Τσίπρας ο σκαφάτος»), που επιβραβεύει τα χαμηλά ένστικτα και τα φτηνά κριτήρια ενάντια στην ουσία των ασκούμενων πολιτικών. Που ταυτίζει τον απαραίτητο στη δημοκρατία κοινωνικό έλεγχο με την πληρωμένη κλειδαρότρυπα.
Στις εκλογές που πλησιάζουν, ευρωεκλογές και βουλευτικές, ο μεγάλος αντίπαλος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και του Αλέξη Τσίπρα είναι η αποχή και ο μηδενισμός που την τροφοδοτεί. Είναι σημαντικό να καταλάβουν όλοι και όλες ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και η ΝΔ δεν είναι δυο παρατάξεις που συγκρούονται για την κυβέρνηση ως αυταξία, αλλά δύο συγκρουόμενοι κόσμοι με άλλα οράματα για την πολιτική και την κοινωνία. Δεν έρχονται από την ίδια αφετηρία και δεν πηγαίνουν προς τον ίδιο προορισμό. Ούτε διανύουν την απόσταση με τα ίδια μέσα. Και αυτό φαίνεται από τα πεπραγμένα, τα οποία πρέπει να αξιολογούνται εντός ιστορικού χρόνου και πολιτικού συσχετισμού και όχι εν κενώ και σε συνθήκες φιλοσοφικού εργαστηρίου. Ότι η ανεργία είναι ακόμη υψηλή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι αυτή που την έριξε 10 ποσοστιαίες μονάδες. Ότι ο δημόσιος τομέας στην Υγεία και την Παιδεία μπορεί ακόμη να έχει ελλείψεις, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι αυτή που προσλαμβάνει και εξυγιαίνει.
Δεν έβγαλαν όλες οι κυβερνήσεις την χώρα από το μνημόνιο. Δεν είχαν όλες οι κυβερνήσεις την ικανότητα, το θάρρος και την διορατικότητα να συνάψουν την Συμφωνία των Πρεσπών. Και δεν είχαν όλες οι κυβερνήσεις το αξιακό σύστημα και την βούληση να δώσουν την ελληνική υπηκοότητα σε παιδιά σαν τον Γιάννη Αντετοκούμπο, τα οποία θυμόντουσαν οι διάφοροι Σαμαράδες αφού αυτά αποκτούσαν το πρώτο τους εκατομμύριο. Όλα αυτά και άλλα πολλά, ήταν μία κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και του Αλέξη Τσίπρα.
Και βεβαίως, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, δεν μετέρχονται όλοι τα ίδια μέσα στην πολιτική σύγκρουση. Γιατί κάθε στιγμή, πόσο μάλλον όταν κανείς ψηφίζει, επιλέγει και με ποιες αξίες θέλει να ζήσει. Από την μία πλευρά, είναι το Α της Αριστείας ως κουρτίνα μιας σκοτεινής αποθήκης γεμάτης παμπάλαια και σκονισμένα υλικά, έναν αριστοκρατικό σνομπισμό ενισχυμένο με την μικρότητα μιας κίτρινης μικροαστικής χαιρεκακίας. Κι από την άλλη πλευρά, το Α της Αλληλεγγύης και της Αριστεράς, της εργασίας, της οικολογίας, των δικαιωμάτων.
Αυτός δεν έφταιγε. Τόσος ήτανε. Εμείς;