Λάθος πατήματα στις λέξεις. Παρατονισμοί των φράσεων. Τεχνητές κι αφύσικες εκρήξεις. Απουσία κάθε λογικής στην κλιμάκωση. Επίκληση στη λογική και το κύρος του πομπού με body language μπουρλέσκ. Εξάρσεις και υφέσεις σε πλήρη αναντιστοιχία με το περιεχόμενο. Φτιαχτοί θυμοί. Κακότεχνο λαϊκότροπο λεξιλόγιο, μια Αντουανέτα που δήθεν ξέρει και του λιμανιού.
Κακή ρητορική. Πατάει στις φράσεις με αγωνία, σα να τρίζουν τα σανίδια κάτω από τα πόδια του, σα να χάσκει το κενό μπροστά του. Κάθε πόρος του σώματος διαψεύδει τα λόγια, δεν τον έχει ζήσει τον ρόλο, είναι μη βιωμένος, είναι αβίωτος. Καμιά αίσθηση της ανάσας, του χρόνου, της σιωπής, της αναμονής. Ένας άχαρος χορός ξεκούρδιστων χεριών χωρίς αίσθηση του χώρου, του βήματος. Μια περιδίνιση ασυντόνιστη στον χωροχρόνο.
Προκάτ μικροσκηνές που θα παιχτούν ο κόσμος να χαλάσει, ανεξαρτήτως αν όσα προηγηθούν τις ακυρώνουν ή τις υπονομεύουν. Προβλέψιμα μονόπρακτα που καταρρέουν αν αλλάξει θέση μια καρέκλα ή βήξει απρόβλεπτα ο συμπρωταγωνιστής.
Ρηχές εξυπνάδες, φτηνά λογοπαίγνια, καταφυγή σε σκιτσογράφους, κορώνες με τίτλους φυλλάδων. Βούλιαγμα στη λάσπη, σφιχταγκάλιασμα με τον δευτεραγωνιστή που καιροφυλακτεί.
«Ο στιβαρός ηγέτης της αντιπολίτευσης εφορμά στο ετοιμόρροπο κάστρο». Αυτός είναι με μια κουβέντα ο ρόλος. Ρόλος που, αναγκαστικά, δοκιμάζεται σε συνθήκες ανοιχτής πολιτικής αντιπαράθεσης. Ρόλος που ξερνάει τον κακό ρήτορα, τον μικρομέγαλο αρχηγίσκο, τον κληρονόμο του δαχτυλιδιού που δεν πήρε τίποτα από τις δεξιότητες του πατέρα βασιλιά. Ρόλος που μπορεί οριακά να αντέξει σε συνθήκες εργαστηρίου, στην πρόβα, στο στούντιο του φιλικού καναλιού. Δεν αντέχει στον ανοιχτό αέρα, στην αρένα, στη σκηνή.
Εκεί που πραγματικά συμπονώ τον κακό ηθοποιό που του έλαχε κόντρα ρόλος, είναι όταν αγχώνεται. Όταν το καταλαβαίνει κι ο ίδιος. Όταν νιώθει ότι πρέπει να προσφέρει λίγη ένταση στους φουκαράδες τους βουλευτές από κάτω. Όταν διαβάζει στα μάτια τους την υπομονή να εξαντλείται, όταν ακούει τον ψίθυρο «δεν μπορεί, δεν το ‘χει». Όταν το νιώθει κι ο ίδιος ότι ο ρόλος δεν έχει λόγια, δεν έχει αφήγημα. Τότε ξαφνικά, απρόκλητα, ανεβάζει τον τόνο αδέξια, στριγκά, σαν το κωμικό κι αδέξιο άλμπατρος του ποιητή. Σα να ικετεύει το χειροκρότημα της ανάγκης.
Όλοι τον κατηγορούν, εγώ τον συμπονώ. Εκεί που ωρύεται, εκεί που ψευδολογεί. Εκεί που κάνει δήθεν χιούμορ και δε γελά κανείς. Εκεί που λέει κάτι σοβαρό και σείεται η αίθουσα. Είναι η στιγμή που θα τον συνοδεύει για πάντα. Ο ομιλητής που εγκαλεί το κοινό, αφελής και ανεπίγνωστος: «Τι γελάτε κύριοι;»
Κακό πράγμα ο κόντρα ρόλος.