Προς το παρόν, όμως, είμαστε στο παρόν και μετά προλόγου γνώσεως, αλήθεια λέγω. Τώρα συμφωνείτε-διαφωνείτε, αυτό είναι άλλου αναγνώστη ευαγγέλιο. Υπάρχει, ωστόσο, και κάτι ενδιάμεσο της συμφωνίας-διαφωνίας: μια τόση δα λεξούλα που αν και δεν γίνεται πλήρως κατανοητή, ωστόσο είναι ζωντανή και υπάρχουσα, αν και αιματοβαμμένη, μια και χρειάστηκαν μυριάδες θυσίες του Αβραάμ και άλλοι τόσοι αγώνες του Δαβίδ για να στεριώσει. Και δεν είναι άλλη από τον διάλογο.
Σπουδαία, σπουδαιοτάτη αυτή η μικρή λεξούλα. Δεν υπήρχε πάντα. Κάποτε δεν νοούνταν καν ως δυνατότητα. Κυρίως γιατί δεν ίσχυε το δεύτερο συνθετικό της. Ο λόγος κάποτε (και μη μου πας πολύ πίσω στον χρόνο), δικαίωμα όλων δεν ήταν. Κατά έναν περίεργο ωστόσο τρόπο, οι μικροί και οι τρελοί ιδιαίτερο πρόβλημα να μιλήσουν την αλήθεια τους δεν είχαν. Εως ένα σημείο βέβαια. Γιατί αν πολυμιλούσαν τη μη αλήθεια των «μεγάλων και σοβαρών», αργά ή γρήγορα, τους έτρωγε κι αυτούς το μαύρο χώμα.
Μικρός ήταν κι ο Αρθούρος, την είχε και την τρελάρα του και έναν Μάιο, καλή ώρα, να μπαρκάρει αποφάσισε μαζί με περίπου 200 στρατιώτες -μισθοφόρους. Μέρες πολλές ταξίδεψε, δεν άντεξε, λιποτάκτησε. Τον κυνήγησαν, τους ξέφυγε, έγραψε αριστουργήματα, πέθανε νέος (όχι που θα γλίτωνε) και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Σε αυτή έμεινε, μεταξύ άλλων, και ο στίχος του: «Ν’ αδράξω την αλήθεια θέλω, μέσα σε μια ψυχή και σ’ ένα σώμα».
Τα ‘πε ο Ρεμπό, τα ‘παθε, τα ‘γραψε. Για αλήθειες μιλούσε, γι’ αυτές που αναζητούσε σε ψυχές και σώματα κρυμμένες. Για να φτάσουμε εμείς, ενάμιση αιώνα μετά, να σκοντάφτουμε πάνω τους και απλά να προσπερνάμε, κι ας ανήκουν κομμάτια τους και σε μας τους ίδιους.
Ετσι είναι. Και είναι ακόμα χειρότερο, αν έχεις τάξει ψυχή και σώμα στην αλήθεια του άλλου. Αν έχεις ορίσει ζωή και ήθος, με βάση του δικό του συμφέρον -είθισται, με το αζημίωτο. Τουτέστιν, έχεις κι εσύ τα «τυχερά» σου.
Εξηγούμαι μέσω τρίτου. Την είχε ζήσει τη ζωή του ο Γκέτε, είχε ξεπεράσει τις θύελλες και τις ορμές της νιότης του και κάπου εκεί στην ωριμότητά του είπε να την πει κι αυτός την αλήθεια του. Τι κι αν του πήρε σχεδόν 50 χρόνια -εν τέλει, το ‘ξομολογήθηκε: αν συμφωνήσεις με τον Διάβολο, αργά ή γρήγορα, εκεί θα παραδώσεις την ψυχή σου.
Τα ίδια μου ‘λεγε κι η γιαγιά μου, που για Φάουστ μήτε γνώριζε: μην τυχόν και γυρίσεις άδειο το πιάτο που θα σου φέρει γεμάτο η γειτόνισσα! Το πιάτο τάπερ έγινε στα σύγχρονα, τα πλαστικά τα χρόνια, μα η εντολή παρέμεινε εντολή. Σου δίνουν κάτι; Με κάτι πρέπει να βρεις να το γεμίσεις πριν το παραδώσεις. Γιατί η ώρα της επιστροφής θε να ‘ρθει και τα χρωστούμενα θα πληρωθούν, επίσης με το αζημίωτο.
Αυτά σκεφτόμουν ακούγοντας τον δικό μας Βέμπερ, εδώ, στο δικό μας Κοινοβούλιο, προχθές. Οχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και όλους όσοι έχουν πάρει κι αυτοί το ταπεράκι τους. Αν ως αντιπολίτευση κάνουν ό,τι μπορούν για να στηρίξουν τους αφανείς εξουσιαστές τους (τον εξής έναν βασικά, που και μέσα ενημέρωσης έχει και καράβια και ομάδες και δήμους και απ’ όλα), στ’ αλήθεια τι θα γίνει αν έρθουν στην εξουσία; Γιατί τότε θα ‘ναι η ώρα της ουσιαστικής αποπληρωμής των δικών τους «χρεών» προς τους τωρινούς τους «προστάτες» (ξεκάθαρα με τη μαφιόζικη έννοια).
Αυτό το τάπερ, που γεμάτο τίγκα να επιστρέψουν θα πρέπει, τρέμω.
Γιατί κάτι μου λέει ότι εκεί μέσα θα ‘ναι και το δικό μου μέλλον, η αλήθεια, η ψυχή και το σώμα μου. Στον «Διάβολο» θα παραδοθούν… για ένα τάπερ!