iloveithaki.gr / may 12th 2019
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ’ άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα `χεις μάτια γαλανά
θα `χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με τυραννάς
Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μια ιστορία
πως ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σαν γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου πληγώνεις τη χαρά
Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
τ’άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου’χεις φάει την ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί
Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ’τα κουρέλια φαινότανε οι πληγές
κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει
να αναζητάει μια χαμένη ελευτεριά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
πες μας πάλι τι ζητάς