Εκείνη τη νύχτα δεν ήθελε να κοιμηθεί. Ηταν μια από τις ανοιξιάτικες βραδιές που τα αρώματα και τα όνειρα, αυτά που βλέπεις με μάτια ανοιχτά και καρδιά να πετάει, κάνουν τον ύπνο να μοιάζει περιττός, μια συνήθεια φορτική.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα λίγα σύννεφα του μεσημεριού είχαν χαθεί με την πρώτη απογευματινή δροσιά, και η υγρασία άφηνε μια γλυκιά αίσθηση στο δέρμα.
Είχε τυλιχτεί μια μάλλινη εσάρπα πάνω από το λευκό πουκάμισο και στεκόταν στη γωνία, στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας το στερέωμα. Δεν ήταν πανσέληνος, το φεγγάρι μόλις είχε γεννηθεί. Δεν περίμενε τίποτα, κανέναν. Ολα ήσυχα, όλα υπό έλεγχο -μπορεί και όχι, αλλά δεν είχε σημασία: ησυχία, γαλήνη, δροσιά.
Ο ουρανός είχε ένα χρώμα που ξυπνούσε μέσα της μια ανάμνηση που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Κάτι που γνώριζε πάντα, κάτι που ήξερε απροσδιόριστα καλά, αλλά όνομα δεν μπορούσε να του δώσει.
Δεν ήταν κάποιο γεγονός, ούτε φωτογραφία. Δεν ήταν άνθρωπος ή κάποια ιστορία που της είχαν πει. Και όμως, αισθανόταν ότι είχε μια ανάμνηση αυτού του ουρανού, ίσως από κάποιον άλλο τόπο, από κάποια άλλη εποχή. Κάτι που είχε δει κάποιο καλοκαίρι σε κάποιο νησί; Να ήταν κάποια άλλη χώρα;
Δεν ήξερε. Αλλά στεκόταν εκεί, μόνη της, σε μια γωνία στο μπαλκόνι, τυλιγμένη με μια μάλλινη λευκή πλεκτή εσάρπα, παρά τη νυχτερινή ψύχρα, με τους συλλογισμούς να μην την οδηγούν πουθενά.
«Θα κρυώσεις, καλύτερα να έρθεις μέσα», τη φώναξαν από το σπίτι. «Είναι αργά και κάνει κρύο».
«Είναι πολύ ωραία εδώ. Είναι τόσο όμορφη βραδιά. Δεν κρυώνω», απάντησε, χαμηλώνοντας τη φωνή της σε κάθε λέξη. «Θα μείνω λίγο ακόμα». Οι τελευταίες δεν ακούστηκαν σχεδόν.
Ομως λίγη ώρα αργότερα κουράστηκε και άρχισε πραγματικά να κρυώνει -ο πειθαρχημένος εαυτός της τής θύμισε ότι η άνοιξη είναι ύπουλη εποχή: εκτός του ότι ξυπνάει ό,τι κοιμάται θαμμένο στο υποσυνείδητο, μπορεί να επιφυλάξει και άσχημα κρυολογήματα.
Μπήκε μέσα, άφησε την εσάρπα, φόρεσε πιτζάμες και μια ζακέτα. Εκανε ένα αρωματικό αφέψημα και κάθισε στο γραφείο να δουλέψει. Επρεπε να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες.
Κάπως έτσι νύσταξε και πήγε να ξαπλώσει. Κι ο ύπνος ο «φορτικός» ήρθε, ευπρόσδεκτος πια, αναγκαίος και ανακουφιστικός. Μάιος μήνας και νανουρίστηκε κάτω από μια βαριά μάλλινη κουβέρτα, ζεστή σαν αγκαλιά.
Κάπου εκεί ήρθε και τη βρήκε το μπλε που έψαχνε: ίδιο και απαράλλαχτο με του ουρανού, έβαφε τα νερά του ποταμού Γιόντα, στο Ναγκακούμπο. Το χρώμα διαχέεται και ανοίγει όσο πηγαίνει προς το φόντο, γίνεται ανοιχτό, σαν το χρώμα μιας ακουαρέλας που αραιώνει. Ενα μεγάλο δέντρο, φαίνεται μαύρο μπροστά από την πανσέληνο, ένας ξύλινος σταθμός, άνθρωποι που πηγαίνουν στον σταθμό και μια ψηλή γέφυρα που ενώνει τις όχθες. Τη διασχίζει μια μαύρη φιγούρα, ένας έφιππος άνδρας, κάποιος κρατά τα γκέμια του αλόγου και το οδηγεί, ενώ τον ακολουθεί ένας τρίτος, φορτωμένος με δυο βαριά καλάθια που στηρίζει με μια ξύλινη βέργα στους ώμους του.
«Αυτό είναι» είπε μέσα στον ύπνο της. «Να το θυμηθώ το πρωί».
Και το θυμήθηκε, το έψαξε και το βρήκε. Το χρώμα αυτό το είχε δει σε ένα από τα ωραιότερα έργα της ιαπωνικής τέχνης, της ουκίγιο-ε, ξυλογραφίας με χρώμα. «Εφιππος άνδρας διασχίζει μια γέφυρα» λεγόταν, του Ουταγκάουα Χιροσίγκε, που έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα. Και είναι ένα χρώμα που χρησιμοποιούσαν πολύ οι εκπρόσωποι αυτής της σπουδαίας παραδοσιακής τέχνης για να αποδώσουν το νερό και τον νυχτερινό ουρανό, ένα χρώμα που τόσο αγαπούσε κι εκείνη.
Αισθάνθηκε ικανοποίηση, αλλά όχι ολόκληρη. Εφταιγε αυτή η αίσθηση που σου αφήνουν τα έργα που αποδίδουν ταξιδιωτικές εικόνες: πολύ μεγάλος κόσμος, πολλές υποχρεώσεις, πολύ λίγος χρόνος… «Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει το αύριο», παρηγορήθηκε.
archkatsoura@yahoo.gr