Του Δημήτρη Βαρδαβά
– Η Αριστερά πιστεύει ότι η κερδοφορία πρέπει να είναι η «συμβιβασμένη» στη σχέση της με τα εργασιακά δικαιώματα και όχι το αντίστροφο. Κι όταν σχεδιάζει την εργασία, την σχεδιάζει μέσα από το βλέμμα των εργαζομένων. Η Ελλάδα είναι μακριά από τον παράδεισο αλλά χρειάζεται μια κυβέρνηση που να σχεδιάζει μέσα από τα μάτια των εργαζομένων και όχι μέσα από τα μάτια των εργοδοτών.
του Δημήτρη Βαρδαβά
Η πόλωση, όταν είναι ψεύτικη και υπολογισμένη, προκαλεί πολιτική ανωμαλία και θέτει σε κίνδυνο την ίδια την Δημοκρατία. Αντίθετα, όταν αντανακλά δυο διαφορετικούς κόσμους που συγκρούονται, η πόλωση προκύπτει ως αυτονόητη από την ίδια την πραγματικότητα, είναι θεμιτή, αν όχι επιβεβλημένη, και είναι αναζωογονητική για τη Δημοκρατία.
Ωστόσο, είναι μάλλον αλήθεια ότι, όταν οι εκατέρωθεν στρατευμένοι εξαπολύουμε μύδρους ο ένας εναντίον του άλλου, υπάρχει μια μερίδα κόσμου, επηρεασμένη από την απομάγευση της πολιτικής και την λεγόμενη κρίση εκπροσώπησης, και στερούμενη την συναισθηματική εμπλοκή που χαρακτηρίζει τους στρατευμένους, που όχι απλώς δεν αισθάνεται ότι μπορεί να συμμετάσχει στην συζήτηση αυτή, αλλά αναπτύσσει και μια καχυποψία για τα εκάστοτε κίνητρα που κινδυνεύει να διολισθήσει στο «όλοι-τα-ίδια-είναι».
Επειδή, λοιπόν, η ισοπέδωση είναι καταστροφική μπροστά σε ιστορικά διλήμματα και επειδή, όπως απέδειξε πια αδιαμφισβήτητα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διακαναλική συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στις 12 Μαΐου, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο κατεβάζει υποψήφιο πρωθυπουργό, πρέπει να ανοίξει μια σκληρή αλλά ψύχραιμη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας και πως το οραματίζεται η κάθε παράταξη.
Βεβαίως, οι πανικόβλητες και άτσαλες προσπάθειες, ώστε οι αποστροφές του Κυριάκου Μητσοτάκη στην διακαναλική να «διευκρινιστούν» διά των καταγγελιών για διαστρέβλωση, δεν υπόσχονται μια ειλικρινή συζήτηση με θάρρος και παρρησία. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει η απροσεξία και ο αυθορμητισμός και οι ενδείξεις για το πραγματικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας έχουν γίνει πλέον αποδείξεις.
Τι είπε, λοιπόν, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Αρχικά, παρατήρησε ότι, όπως και ο κόσμος γενικώς, έτσι και η φύση της εργασίας αλλάζει. Σωστή παρατήρηση. Βέβαια, όταν κάτι αλλάζει δεν σημαίνει ότι κάποιος παραιτείται της ικανότητας του για αξιολόγηση αυτής της αλλαγής και για δράση σύμφωνα με αυτή την αξιολόγηση. Πράγματι, λόγω της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης των τελευταίων δεκαετιών και με όχημα την πρόσφατη οικονομική κρίση που αντιμετωπίστηκε με τη στρατηγική της λιτότητας, η φύση της εργασίας αλλάζει. Αν αλλάζει, όμως, εις βάρος των εργαζομένων δεν οφείλει κάποιος να το αποδεχτεί. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αποδέχεται την αλλαγή αυτή επειδή είναι ωριμότερος και οξυδερκέστερος των πολιτικών του αντιπάλων, που υποτίθεται ότι δεν αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις, αλλά επειδή συμφωνεί με αυτή την αλλαγή, όντας ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος του νεοφιλελεύθερου σχεδίου.
Συνέχισε λέγοντας ότι, υπό το φως αυτών των αλλαγών, το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων με διαφορετικές εργασιακές συνήθειες. Καλώς. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι στο ευρύτερο επικοινωνιακό περιβάλλον της μετα-αλήθειας, η λέξη «δικαιώματα», όπως και άλλες λέξεις, έχει καταντήσει ένα περιφερόμενο σημαίνον που αλλάζει σημασία αναλόγως με τον άνθρωπο που το εκφέρει. Διότι αυτό που περιέγραψε δια των παραδειγμάτων του ο Κυριάκος Μητσοτάκης σαν δικαιώματα του εργαζομένου είναι μάλλον τα δικαιώματα του εργοδότη. Ή στην καλύτερη περίπτωση τα δικαιώματα ενός εργασιομανή ανθρωπότυπου που ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με τα συμφέροντα του εργοδότη του.
Τι σημαίνει, άραγε, η δουλειά από το σπίτι; Σημαίνει μια ολοκληρωτική ελαστικοποίηση του ωραρίου εργασίας μέσω της μεταφοράς του «χώρου εργασίας» από τον χώρο δουλειάς στην ιδιωτική σφαίρα. Όταν δεν υπάρχει ορισμένο ωράριο εργασίας, ο εργαζόμενος δουλεύει όσο υπάρχει δουλειά για να γίνει. Δηλαδή, δυνητικά συνέχεια. Κι όταν δεν υπάρχει ορισμένο ωράριο εργασίας, με τι μέτρο πληρώνεται άραγε ο εργαζόμενος; Τι συνιστά υπερωρία;
Τι σημαίνει, άραγε, ότι στο παράδειγμα για τη δουλειά από το σπίτι τοποθέτησε ως «δικαιούχο» τη γυναίκα; Είναι κάποιο υπονοούμενο για το ποιος οφείλει να κάνει και τις δουλειές του σπιτιού ή είναι μια πρόταση τροποποίησης της άδειας μητρότητας ώστε να μη συνιστά η τελευταία «πεταμένα λεφτά» για τον εργοδότη;
Και τι σημαίνει η συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για την καταστρατήγηση του οχταώρου και του πενθήμερου; Εργοδότες και εργαζόμενοι δεν έχουν την ίδια ισχύ. Και όταν η πολιτεία δεν θέτει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για την εργασία, εργοδότες και εργαζόμενοι δεν διαπραγματεύονται επί ίσοις όροις. Οι εργοδότες θα απειλούν παραπέμποντας στις στρατιές των «πρόθυμων ανέργων» και οι εργαζόμενοι θα υποκύπτουν.
Όλα αυτά δεν είναι υποθετική κινδυνολογία. Είναι τρόποι με τους οποίους πολλοί εργοδότες ήδη εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους τους παρανομώντας. Η νομιμοποίηση των εκβιασμών υπό τον όρο «συμφωνία» και η πλήρης διάλυση της έννοιας του ωραρίου δεν είναι διεύρυνση και εκσυγχρονισμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά των εργοδοτών.
Αυτό συνιστά τελικά την ουσία. Απλά και καθαρά. Η ΝΔ είναι το κόμμα των εργοδοτών, είναι το κόμμα του κεφαλαίου. Όταν σχεδιάζει την εργασία, σχεδιάζει από την οπτική γωνία του εργοδότη και του κεφαλαίου. Όταν σχεδιάζει την εργασία, σχεδιάζει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να διευρύνει τα εργαλεία κερδοφορίας του κεφαλαίου, μικρού ή μεγάλου, και με αυτή την επιδίωξη συμβιβάζονται και τα εργασιακά δικαιώματα.
Αντίθετα, η Αριστερά πιστεύει ότι η κερδοφορία πρέπει να είναι η «συμβιβασμένη» στη σχέση της με τα εργασιακά δικαιώματα και όχι το αντίστροφο. Κι όταν σχεδιάζει την εργασία, την σχεδιάζει μέσα από το βλέμμα των εργαζομένων. Η Ελλάδα είναι μακριά από τον παράδεισο αλλά χρειάζεται μια κυβέρνηση που να σχεδιάζει μέσα από τα μάτια των εργαζομένων και όχι μέσα από τα μάτια των εργοδοτών. Που να έχει δώσει δείγματα γραφής που αποδεικνύουν ότι το «’80 μπορεί να έχει τελειώσει» αλλά αυτά που έχουν κερδίσει οι εργαζόμενοι στο πέρασμα του χρόνου δεν σβήνουν και δεν τελειώνουν στο όνομα μιας τάχα φυσικής εξέλιξης.
Η κυρίαρχη ιδεολογία κηρύττει ότι δεν έχουν νόημα οι ιδεολογίες και οι διακρίσεις Αριστεράς και Δεξιάς ή κεφαλαίου και εργασίας. Και δυστυχώς, η αποπολιτικοποίηση που απορρέει από μια τέτοια θέση έχει επηρεάσει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας. Τα ιστορικά διλήμματα όμως είναι μεγάλα και πρέπει όλοι και όλες να πάρουμε θέση. Μια πλήρης στράτευση ίσως είναι ξένη ή και τρομακτική για κάποιους. Για αρχή, ας δώσουμε τη μάχη για τις Κυριακές μας. Πρώτος σταθμός, οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου.