Συνέβη χτες. Περπατάς στον δρόμο και ακούγεται η κραυγή μιας γυναίκας. Γυρίζεις και βλέπεις έναν ηλικιωμένο κύριο ξαπλωμένο στον δρόμο. Η γυναίκα βάζει την τσάντα της μαξιλάρι στο κεφάλι του. Τρέχεις να βοηθήσεις. Ερχονται και άλλοι.
Μια περαστική ενοχλείται γιατί έχουμε κλείσει τη διάβαση προς το πεζοδρόμιο. Δεν είδε. Τη δικαιολογεί ένας καλοπροαίρετος κύριος. Η γυναίκα του ηλικιωμένου που έχει πέσει είναι ψύχραιμη. Προσπαθεί να του μιλήσει. Του βγάζει τη μασέλα. Μας πληροφορεί πως πάσχει από κολπική μαρμαρυγή.
Παίρνουμε ταυτόχρονα όλοι το ΕΚΑΒ. Το ΕΚΑΒ θέλει πληροφορίες που δεν ξέρουμε. Τους λέμε: Ελάτε. Εκείνοι ζητούν κι άλλες πληροφορίες. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Η σύζυγος προσπαθεί να τους εξηγήσει, χάνει τα λόγια της. Παίρνει μια κοπέλα το τηλέφωνο. Προσπαθεί να τους δώσει την εικόνα του αρρώστου.
Εκείνη τη στιγμή σταματά δίπλα μας ένα αυτοκίνητο. Κατεβαίνει μια νεαρή γυναίκα. Γονατίζει στον δρόμο. Πιάνει τον καρπό να βρει τους σφυγμούς. Γιατρός. Παίρνει το τηλ. Λέει στο ΕΚΑΒ πως δεν έχει καλούς σφυγμούς. Κλείνει το τηλ. Θα ‘ρθουν, μας λέει. Τραντάζει τον πεσμένο άνθρωπο με αποφασιστικότητα. Με έμπειρες κινήσεις τον εξετάζει. Κυρίως του μιλάει. Εκείνος ανταποκρίνεται. Τον λένε Ηλία και είναι 82 χρόνων. Δεν ξέρει πού βρίσκεται. Στον δρόμο. Λιποθύμησες. Του λέει η γυναίκα του. Φαίνεται πιο ηλικιωμένη από ό,τι είναι. Η γιατρός ανοίγει το πορτμπαγκάζ και βγάζει μια συσκευή οξυγόνου. Βάζει τη μάσκα στον κύριο. Ανακουφιζόμαστε όλοι.
Η σύζυγος επιτρέπει τώρα στον εαυτό της να βάλει διακριτικά τα κλάματα. Μια άλλη, άγνωστη κοπέλα την αγκαλιάζει και εκείνη αφήνεται στην αγκαλιά της. Ο κύριος Ηλίας μιλάει ήρεμα στη γιατρό. Είμαι παιδίατρος, του λέει. Εκείνος χαμογελά. Λίγο νερό φέρτε. Πηγαίνει ένας κύριος που στέκεται όλη αυτή την ώρα άγρυπνος φρουρός από πάνω του. Αγνωστος κι αυτός. Η γιατρός τού δίνει νερό. Η κοπέλα συνεχίζει να παρηγορεί τη σύζυγο. Της κρατά το χέρι και «μη φοβάστε, όλα θα πάνε καλά». Η γιατρός εκεί, μιλά στον ασθενή της. Στον άνθρωπο που είχε την ανάγκη της.
Το ασθενοφόρο ήρθε σε είκοσι λεπτά. Μας φάνηκε αιώνας. Θέλαμε όλοι να φιλήσουμε την περαστική γιατρό. Ο κύριος Ηλίας μεταφέρθηκε στο ασθενοφόρο. Το μπαστούνι του το κρατούσε σφιχτά στα χέρια της η γυναίκα του. Πριν κλείσει η πόρτα του ασθενοφόρου ο κύριος Ηλίας φώναξε τη γιατρό, τη Λεώνη, μάθαμε το όνομά της. Κάτι της λέει. Κλείνουν οι πόρτες. Φεύγει ασφαλής για το νοσοκομείο.
Η Λεώνη, η γιατρός, μαζεύει τα πράγματά της. «Τι σου είπε;», τη ρωτάμε. Μου είπε πως είμαι καλή γιατρός κι άμα κάνει παιδιά σε μένα θα τα φέρει. Γελάσαμε πολύ. Μπορεί και να δακρύσαμε κιόλας μαζί. Για το κουράγιο του κυρίου Ηλία να κάνει χιούμορ, για τη Λεώνη τη γιατρό, για την αλληλεγγύη, για την ελπίδα που δεν θα χαθεί ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι.