Μετά από αναλύσεις για την κρίση ων ουκ έστιν αριθμός από τους λεγόμενους επαΐοντες, αξίζει να ακούσουμε τι έχουν να πουν οι νεότεροι, οι οποίοι, στο κάτω κάτω της γραφής, θα ζήσουν με τις συνέπειές της. Να γιατί το βιβλίο «ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα εν κινήσει: από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση» (εκδόσεις Θεμέλιο, με επιμέλεια Γιάννη Μπαλαμπανίδη) θα πρέπει να διαβαστεί και μάλιστα προσεκτικά. Είναι γραμμένο από 19 νέους ανθρώπους, ηλικίας γύρω στα 30-35, και καλύπτει το θέμα από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Αυτό το εύρος όμως κάνει την παρουσίασή του δύσκολη. Αν ο συγγραφέας ήταν ένας, θα υπήρχε μια κατευθυντήρια σκέψη που θα απλοποιούσε τα πράγματα. Οι συγγραφείς όμως είναι πολλοί, πολλά τα θέματα και πολλές οι προσεγγίσεις. Αναγκάζομαι λοιπόν να διαλέξω τις εξής δύο επειδή εγώ τουλάχιστον τις βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες: πώς ο ΣΥΡΙΖΑ διαβάζει το παρελθόν και ποιος ο ρόλος του λαϊκισμού.
Η αφορμή για την πρώτη ήταν το κείμενο του Κωστή Κορνέτη με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ και το αμφίθυμο παρελθόν: από το ’40 στη μεταπολίτευση» και ακόμα πιο συγκεκριμένα, η ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας εις επήκοον όχι τόσο των όψιμων και γενικά των αγανακτισμένων ψηφοφόρων του, όσο των ήδη και συνειδητά αριστερών, με φόντο ένα σχήμα αφηγηματικής αλληλουχίας το οποίο ξεκινάει όταν ο Συνασπισμός (που είχε γίνει ΣΥΡΙΖΑ) αποστασιοποιήθηκε από την ιδεολογία του ΚΚΕ εσωτερικού και επέλεξε την κινηματική ριζοσπαστική οδό, για να καταλήξει στην εκλογική νίκη τον Ιανουάριο του 2015.
Οπως ορθά επισημαίνει ο Κ. Κορνέτης, η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να επικαλεστεί (ή πιο κυνικά να αξιοποιήσει) το έπος της Αριστεράς – απολύτως εύλογη και όχι πρωτότυπη εφόσον το ίδιο έκανε και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – με ιδιαίτερη έμφαση σε δύο πτυχές του που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συμπτώματα λαϊκισμού: η μία είναι η θέση του Σβορώνου για τον περιβόητο αντιστασιακό χαρακτήρα του ελληνικού λαού και η δεύτερη η πολυσυλλεκτικότητα του ΕΑΜ. Είπε ο Αλέξης Τσίπρας το 2011: «Και δεν ήταν μόνο αριστεροί μέσα. Από παπάδες έως κεντροδεξιοί και σοσιαλιστές και κεντρώοι…».
Εχω την αίσθηση ότι μετά τη νίκη στις εκλογές, τα κείμενα και οι εκδηλώσεις για την Κατοχή και την Αντίσταση μπορεί να μειώθηκαν, αλλά η τάση αυτή, η οποία ανάγεται στις αρχές της μεταπολίτευσης, διατηρήθηκε. Τότε όμως ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό· μετά από δεκαετίες οι αριστεροί μπορούσαν επιτέλους να μιλήσουν για πράγματα που το μετεμφυλιακό καθεστώς είχε απαγορεύσει διά ροπάλου.
Σαράντα χρόνια αργότερα όμως, και με την Αριστερά ως ηγεμονεύουσα ιδεολογία στη μεταπολίτευση και εκλεγμένη κυβέρνηση από το 2015, αυτή η έμφαση στο ηρωικό και μαρτυρικό παρελθόν –θα της έδινα τον τίτλο «Τότε που είχαμε δίκιο»– λειτούργησε ως ένα από τα χαρακτηριστικά της κολακευτικής αυτοπροσωπογραφίας που φιλοτέχνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και είχε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στις τάξεις των ήδη αριστερών.
Ερωτώ λοιπόν: θα ήταν σωστό να πούμε ότι αυτή η εμμονή στο ένδοξο παρελθόν συνιστά λαϊκισμό; Νομίζω ότι η απάντηση έχει δύο σκέλη: αν μιλάμε για την ηγεσία, τότε μάλλον ναι, επειδή εντάσσεται στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο μέτωπο με μαγιά τον αριστερό πυρήνα. Αν όμως μιλάμε για τους αριστερούς παλαιάς κοπής και όχι τους αγανακτισμένους των πλατειών, δεν τίθεται θέμα λαϊκισμού. Διότι η λογική τους ήταν διαφορετική.
Εμοιαζε κάπως με τον καημό των Παοκτζήδων και τους πανηγυρισμούς όταν η ομάδα τους επιτέλους πήρε το πρωτάθλημα μετά από πολλά χρόνια, σε πείσμα εκείνων που δόλια και συστηματικά της το είχαν στερήσει. Οι συνειδητά αριστεροί Ελληνες δεν είναι λαϊκιστές επειδή η ιδεολογία τους συνδυάζει, κάπως άβολα, την αίσθηση της ηθικής ανωτερότητας με την πίστη στους νόμους της ιστορίας. (Αυτό κι αν σηκώνει συζήτηση!) Δηλαδή η νίκη της Αριστεράς είναι το υπέρτατο Καλό, είναι το πρωτεύον, το οποίο, όπως υπαγορεύει η λογική της γλώσσας, καθιστά οτιδήποτε άλλο δευτερεύον.
Οταν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν λαγούς με πετραχήλια, εκείνο που τους απασχολούσε δεν ήταν κατά πόσον οι προεκλογικές υποσχέσεις στοιχειοθετούσαν το αμάρτημα του λαϊκισμού, αλλά το αν θα έφερναν ψήφους ή όχι. Πίστευαν ειλικρινά πως ό,τι προάγει την επανόρθωση μιας ιστορικής αδικίας είναι ευπρόσδεκτο.
Αλλο πράγμα ο λαϊκισμός. Ομως η περί αυτού συζήτηση, λόγω στενότητας χώρου, αναβάλλεται για το μεθεπόμενο Σάββατο.