Για να περπατήσεις στην πόλη μας, πρέπει να μη βλέπεις μπροστά σου, αλλά χαμηλά κάτω στη γη. Για να μη σκοντάψεις στα χάσματα από τα σιδερένια καλύμματα της ΕΥΔΑΠ ή στα ροκανισμένα ρείθρα των πεζοδρομίων. Ή ακόμα στα ταλαίπωρα ετερόκλητα πλακάκια.
Οταν ονειρεύεσαι εκτός του κόσμου των ονείρων, όταν δηλαδή περιπλανιέσαι στην πόλη και φαντάζεσαι μια εικόνα, μια κατάσταση, μια στιγμή αλλιώς, έχεις ψηλά το κεφάλι σου. Στη σωστή στάση που σε κάνει άνθρωπο, γιατί τολμάς να ανασαίνεις ελπίζοντας την άλλη, την πιο φωτεινή στιγμή: Δεν σκύβεις για να υπολογίσεις σε ποιο σημείο θα πατήσεις το πόδι σου προκειμένου να μη βγεις βιαίως από το όνειρο και βρεθείς στα επείγοντα ή και στην εντατική κάποιου νοσοκομείου.
Δεν μετράς τις διαφορετικές πλάκες των διαφορετικών χρωμάτων και της διαφορετικής υφής στα πεζοδρόμια, μισοσπασμένες και πάντα βιαστικά ξαναβαλμένες με τα μπαλώματα να είναι περισσότερα από τον συνεχή ιστό τους, μεταμοσχεύσεις που δεν απορροφώνται και παραμένουν εκεί μέχρι την επόμενη επέμβαση, άθλιες, παράξενες και μόνες. Ετσι κι αλλιώς σκοροφαγωμένες, ανηλεείς για τα αβέβαια βήματά σου. Πέφτω δεν πέφτω, αυτό είναι το παιχνίδι σου όσο τολμάς να προχωρείς, όσο δεν παραιτείσαι.
Η μόνη πεζοδρομιακή σειρά που και αυτή δεν απολήγει σε ίσια γραμμή είναι η περίφημη αυλακωτή, αυτή που αυλακώνει τις πατούσες ιδιαίτερα αν δεν φοράς σπορτέξ παπούτσια και είπες κι εσύ να βάλεις ένα τακουνάκι. Η σειρά αυτή παραμένει ανέπαφη, αν και εκ κατασκευής κολοβή, υποτίθεται για να βοηθήσει τους τυφλούς συνανθρώπους μας να μη χάνουν τον προσανατολισμό τους στη ζούγκλα των πεζοδρομίων. Δεν έχω δει ποτέ κάποιο τυφλό να τη χρησιμοποιεί. Η δεν έχω παρατηρητικότητα ή είναι τόσο προβληματική αυτή η σειρά που δεν βολεύει κανέναν.
Το όνειρο, μας λένε οι φρόνιμοι, είναι ανθυγιεινό. Ονειρεύομαι σημαίνει κινδυνεύω να με κατασπαράξουν οι λακκούβες. Η κοινή λογική μάς λέει πως είναι καλύτερα να παρατήσουμε κάθε όνειρο. Κι όμως. Ισως να φταίει το φως που πέφτει στην πόλη και που τις δύσκολες ώρες βάφει ό,τι απομένει από τις βασανισμένες κορυφογραμμές.
Η άνοιξη που επιμένει να μυρίζει αλλιώς σε πείσμα της βρομιάς που ενεδρεύει σε κάθε γωνιά. Τα δέντρα των βασανισμένων δρόμων μας, οι ελιές, οι μουριές, οι μουσμουλιές και οι λεμονιές, που τολμούν ακόμα να ανθίζουν, που επιμένουν αμετανόητα να ετοιμάζουν καρπό, όσο κι αν ξέρουν ότι θα πέσει στο χώμα για να ταΐσει τα περιστέρια ή για να τον ποδοπατήσουν οι περαστικοί. Τέτοιες ώρες, τολμάς να σηκώσεις το κεφάλι και να ονειρευτείς για μια στιγμή την Αθήνα αλλιώς.