Είπαμε, κότερα και προσοχή στους εισερχομένους, σέρνονται κι αρρώστιες που λέει ο λόγος. Αλλά και να μην το παραξηλώνουμε. Το κότερο βέβαια, που το συναντάμε τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα στη διεθνή ναυτιλία (μάλιστα στα ελληνικά με δύο ταυ: κόττερο), τότε δεν ήταν συνώνυμο πλούτου και χλιδής, όπως είναι σήμερα, ούτε «ιός», που έτσι και προσβάλει πολιτικό… (σ)κούνια που τον (σ)κούναγε. Τότε ήταν ιστιοφόρο, επιβατηγό ή εμπορικό, αλλά ταχύπλοο. Εξ ου και η πιθανή ετυμολογία του (και τα δύο ταυ): από το αγγλικό cutt=κόβω και cutter=κοφτερό, επειδή, με την ταχύτητά του έκοβε, έσκιζε τα κύματα.
Τώρα το κότερο κόβει, αλλά και μεταφορικά. Ιδίως πολιτικούς. Ετσι και μπει πολιτικός σε κότερο, είναι σαν να μπαίνει γυναίκα στο Αγιο Ορος: σπάει το άβατο και ακούει τον αναβαλλόμενο. Εψεξα κι εγώ πρόσφατα τον πρωθυπουργό, όχι επειδή μπήκε σε κότερο οικογενειακώς, αλλά επειδή, επικρινόμενος, το έκρινε ως ιδιωτικό του δικαίωμα. Είπα το γνωστό για τη γυναίκα του Καίσαρα, και πώς να είναι και πώς να φαίνεται. Ενας πρωθυπουργός δεν είναι ο πρώτος τυχόν ιδιώτης.
Ομως το πρόσφατο «κότερο» των «Νέων», με επιβάτη τον υφυπουργό Ψηφιακής Πολιτικής Λευτέρη Κρέτσο, είναι σκαστή περίπτωση δημοσιογραφικής «πειρατείας» που πρέπει να διδάσκεται στις πανεπιστημιακές σχολές δημοσιογραφίας. Μάλιστα, «πειρατεία» καθ’ υποτροπήν! Δευτέρα φιγουράριζε ο πρωτοσέλιδος τίτλος: «Κι άλλος υπουργός κι άλλο κότερο…». Και Τρίτη (αφού δόθηκαν κατατοπιστικές διευκρινίσεις: πώς, με ποιους και γιατί ήταν ο υφυπουργός στο κότερο) στο πρωτοσέλιδο: «Ο Κρέτσος παραδέχεται ότι έκανε τη χλιδάτη κρουαζιέρα “για το καλό της χώρας”». Πήγα να πω: Κρίμα στα «Νέα»! Πού τα κατάντησε ο Μαρινάκης! Θυμήθηκα όμως την πρώτη αποστασία, το Πολυτεχνείο και το «Νερό του Καματερού». Τι να πεις…