Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να γράψει. Τα τελευταία βράδια δεν μπορούσε να γράψει. Κι ήθελε τόσο να μιλήσει.
Αλλά, τι να πει που δεν το είχε πει ξανά; Πώς να πει ξανά λόγια που δεν έφταναν στους αποδέκτες τους; Πού να βρει δύναμη να χτυπήσει ξανά πόρτες κλειστές;
Τα χέρια της όμως την έκαιγαν. Το μπλε στιλό είχε αρχίσει να αλλάζει χρώμα από τη θερμότητα. Γινόταν κόκκινο. Με κόκκινο μελάνι. Σκούρο, σαν αίμα. Επρεπε κάτι να γράψει, να βρει μια διέξοδο.
Και άρχισε να κάνει γραμμές στο λευκό χαρτί. Κόκκινες, από ένα μπλε στιλό.
Δεν σχημάτιζαν λέξεις, δεν έφτιαχναν γράμματα. Ηταν γραμμές. Ευθείες, καμπύλες, γωνίες. Γραμμές που τέμνονταν μία και δύο και τρεις φορές και άλλες που μπορεί κάποια στιγμή να συναντιούνταν. Σε ένα άλλο χαρτί ή στο άπειρο.
Αλλά δεν ήταν λέξεις.
Υστερα άρχισε να γεμίζει τα λευκά κενά. Αλλού με δύναμη και αλλού απαλά, σαν φωτοσκίαση.
Κάπως έτσι σχηματίστηκαν δύο μάτια. Αν και με κόκκινο μελάνι, είχαν χρώμα πράσινο ανοιχτό.
Επειτα από λίγο δύο αυτιά, λίγο μυτερά. Χρώματος μαύρου, γυαλιστερού και απαλού σαν βελούδο. Και δύο αφράτα μάγουλα, επίσης μαύρα βελουδένια. Και μια μύτη, ταυ καμπυλωτό που κατέληγε σε ένα χαμόγελο μυστηριώδες, λίγο ευτυχισμένο, λίγο ειρωνικό, κάπως αυτάρεσκο.
Δυο μουστάκια ακτινωτά και φρύδια ίδιου ύφους και δυναμισμού.
Στη συνέχεια ο λαιμός: περήφανος, δυνατός. Και το σώμα το ίδιο. Ενεργητικό, χωρίς περιττά λίπη, μυώδες. Σαν τα τέσσερα πόδια του. Ετοιμα να τρέξουν και να πιάσουν το πιο γρήγορο θήραμα, ή να τεντωθούν και μετά να σταυρώσουν μπροστά στο στήθος, για να αναπαυθεί το κουρασμένο σώμα. Και τώρα ήταν κουρασμένο.
Η ουρά, α, η ουρά. Λεπτή, μακριά, αποφασιστική. Είχε τυλιχτεί γύρω από το υπόλοιπο ευκίνητο σώμα, αγκαλιάζοντάς το. Η άκρη της κουνιόταν ελαφρά.
Παντού βελούδο μαύρο, παντού λάμψη και παντού απαλότητα σαν μεταξιού.
Σχεδίασε και ένα παράθυρο. Από το παράθυρο έμπαινε το φως του ήλιου και το βελούδο γυάλιζε ακόμη περισσότερο, αστράφτοντας σε μερικά σημεία. Το καμάρωνε, το ζήλευε λίγο. Με την καλή έννοια.
Καθόταν και κοίταζε το όμορφο αυτό πλάσμα. Ηθελε να το ευχαριστήσει, που έδωσε διέξοδο στην αγωνία της, για εκείνα τα γουργουριστά «εγώ είμαι εδώ» που τη συντρόφεψαν στη δύσκολη ώρα, που ήξερε ότι την περίμενε κάθε βράδυ πίσω από την πόρτα.
Αλλά δεν την άκουγε πια, δεν αντιδρούσε. Κοιμόταν πάνω σε ένα λευκό χαρτί, ζωγραφισμένο με κόκκινο μελάνι από ένα μπλε στιλό που άλλαξε χρώμα. Και η ουρά του κουνιόταν ελαφρά.
Είχε ένα όνομα απολύτως ταιριαστό στην ομορφιά και τη δύναμή του, στην αποφασιστικότητά του. Ακόμη και στο πείσμα του μερικές φορές. Αυτό που την ξυπνούσε όταν περνούσε πολύ η ώρα και δεν τα κατάφερνε το ξυπνητήρι, αυτό που απαιτούσε προσοχή όταν την ήθελε. Και την επέβαλλε. Πότε καθόταν πάνω στα χαρτιά, πότε πάταγε πάνω στο πληκτρολόγιο… Τρόποι και μέσα υπήρχαν. Πολλοί και πολλά.
Χαμογέλασε. Υστερα δίπλωσε το χαρτί και το έκρυψε μέσα σε ένα τετράδιο-ημερολόγιο. Για να το ανοίγει πότε πότε και να το κοιτάζει.
Και δεν πείραζε τελικά που εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να γράψει. Πήρε άλλο ένα κομμάτι χαρτί. Το στιλό της ακόμη έκαιγε, το μελάνι του ήταν ακόμη κόκκινο. Είχε πολλή δουλειά ακόμα.