Η σαρωτική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις Ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής, με διαφορά που ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη και πλησίασε διψήφιο νούμερο, εμπεριέχει μια σειρά από παράγοντες εκλογικής συμπεριφοράς, που κρύβονται κάτω από τη μεγάλη εικόνα και συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί.
Ποιοι είναι λοιπόν οι παράγοντες που οδήγησαν στο εκλογικό «τσουνάμι»της περασμένης Κυριακής;
Κατ’ αρχάς απεδείχθη περίτρανα ότιοι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικά. Παρά το ότι η πλειοψηφία τους προέρχονταν από εκείνους που τον είχαν εμπιστευτεί το 2015, το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε ότι κινήθηκαν στην κατεύθυνση της διαμαρτυρίας – τιμωρίας με δύο τρόπους:
- Μια σημαντική μερίδα προτίμησε τη «σκληρή» τιμωρία, κατευθυνόμενοι απευθείας στον «μεγάλο» αντίπαλο, τη Νέα Δημοκρατία του κ. K. Μητσοτάκη.
- Μια άλλη μερίδα απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξαν την αποχή, ως μέσο διαμαρτυρίας.
Το αποτέλεσμα έφτασε τη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων στο ανώτατο δυνατό άκρο, με βάση τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις. Το ρεύμα αυτό υπέρ της ΝΔ, στην τελική φάση πριν τις κάλπες, εντάθηκε από την ανυπαρξία ισχυρών αυτοδιοικητικών σχημάτων του Κυβερνώντος κόμματος στις Περιφερειακές και Δημοτικές εκλογές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επιπλέον κίνητρο για τους πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να προσέλθουν στις κάλπες. Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι επέλεξαν την οριζόντια τιμωρία: παράλληλα με την επιλογή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ευρω-κάλπη, ενισχύθηκαν όλα τα αυτοδιοικητικά σχήματα της ΝΔ, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου υπήρχαν εκλεγμένοι Δήμαρχοι ή Περιφερειάρχες του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα διαμόρφωσε έναν εντυπωσιακό χάρτη στην τοπική αυτοδιοίκηση υπέρ του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία εξέλεξε ήδη πέντε Περιφερειάρχες από τoν Α’ Γύρο και προηγείται με σαφείς διαφορές σε άλλες έξι, σε σύνολο δεκατριών.
Κι επειδή πολύς λόγος έγινε για την εκλογική «απόδοση» των προεκλογικών παροχών, από το αποτέλεσμα φάνηκε ότι ενδεχομένως αυτά συνέβαλαν στην σχετική αύξηση της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στα επίπεδα λίγο κάτω του 60% αλλά δεν ανέκοψαν την πορεία απογοητευμένων ή και οργισμένων ψηφοφόρων του προς τη ΝΔ. Κι εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί η γενικότερη δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ακόμα και σε παραδοσιακά ευνοϊκούς για τα κόμματα της Κεντροαριστεράς τομείς αξιολόγησης, όπως η Παιδεία και η Υγεία, οι επιδόσεις της Κυβέρνησης υπολείπονται των αντίστοιχων της Αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον, υπάρχουν θετικά σημεία στα οποία μπορεί να ποντάρει η Κυβέρνηση, ενόψει των Εθνικών εκλογών σε λίγες εβδομάδες;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο Ευρωεκλογών, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απογοητευτικό, καθώς υπολείπεται μόλις 2,8 ποσοστιαίων μονάδων του ποσοστού που είχε λάβει στις Ευρωεκλογές του 2014, σε μια περίοδο μάλιστα όπου βρίσκονταν σε φάση ανόδου, χωρίς την Κυβερνητική φθορά που κουβαλάει σήμερα. Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο, είναι ότι μέρος της διαμαρτυρίας κατευθύνθηκε στην αποχή, η οποία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα παρά την ταυτόχρονη διεξαγωγή των τοπικών εκλογών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, συνολικά ο χώρος της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς φαίνεται να συρρικνώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα καθώς, ούτε το Κίνημα Αλλαγής, ούτε το ΚΚΕ αλλά ούτε και τα εξωκοινοβουλευτικά αριστερά κόμματα επωφελήθηκαν από την πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι συνεπώς σαφές ότι η στρατηγική του Πρωθυπουργού, ενόψει των Βουλευτικών εκλογών, είναι περίπου μονόδρομος: η ενεργοποίηση των αμυντικών αντανακλαστικών «επιβίωσης» του ευρύτερου Κεντροαριστερού χώρου, ενόψει μιας πιθανής εκλογικής επέλασης της ΝΔ και επίτευξης ακόμα πιο εντυπωσιακών ποσοστών και ισχυρότατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Με δεδομένο ότι η διαφορά που διαμορφώθηκε δεν μπορεί εύκολα να ανατραπεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και με τα όπλα των παροχών να έχουν πλέον εξαντληθεί και αχρηστευθεί, το Κυβερνών κόμμα θα επιχειρήσει να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του ευρύτερου Κεντροαριστερού χώρου με επιχείρημα την ανάσχεση της επέλασης της ΝΔ και με στόχο, πλέον, την εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως μόνιμου μέρους του δίπολου εξουσίας.
Η Νέα Δημοκρατία έχει κάθε λόγο να κρατήσει πολύ χαμηλά την ένταση και το ύφος των δημόσιων τοποθετήσεων των στελεχών της, στην πορεία προς τις κάλπες. Είναι τουλάχιστον σοφό να μην προκαλέσει αισθήματα ανησυχίας ή φόβους ρεβανσισμού που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν τους αποστασιοποιημένους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα να μεγιστοποιήσει, με τον τρόπο αυτό στους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους του Κεντρώου χώρου.
Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών έχουν φέρει μάλλον πονοκέφαλο στα λεγόμενα μεσαία κόμματα, ήτοι στο Κίνημα Αλλαγής και στο ΚΚΕ, καθώς αμφότερα δεν κατάφεραν να διευρύνουν το ακροατήριό τους σε εκλογές που εμπεριέχουν το στοιχείο της αυξημένης χαλαρότητας, κάτι που δημιουργεί φόβους για περαιτέρω συμπίεση των ποσοστών τους σε μια πιο πολωμένη Εθνική κάλπη. Όσο για τη Χρυσή Αυγή, τα εντυπωσιακά ποσοστά της Ελληνικής Λύσης του κ. Κ. Βελόπουλου μάλλον κράτησαν χαμηλά τις επιδόσεις της και ίσως έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα της μεταφοράς των ψηφοφόρων της σε άλλα σχήματα με συναφή πολιτικό προσανατολισμό και λόγο, αλλά αποφορτισμένα από τις κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης και βίαιων ενεργειών.
*Ο Πασχάλης – Αλέξανδρος Τεμεκενίδης είναι Διευθυντής Ερευνών Παλμός Ανάλυσις