Η επόμενη μέρα της κάλπης είναι μια δύσκολη μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για την Αριστερά γενικότερα. Αυτό που απασχολεί είναι τα αίτια που οδήγησαν την κυβέρνηση σε μια βαριά ήττα και ο τρόπος διαχείρισής της περίπου ένα μήνα πριν από τις εθνικές εκλογές που θα προκηρυχθούν σε λίγες μέρες.
Ξεκινάμε με την παραδοχή πως κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ δεν περίμενε ότι η ήττα θα είχε τέτοιο εύρος και θα έφτανε τις 9 μονάδες. Οι σχετικές δημοσκοπήσεις λοιδορούνταν από τα κυβερνητικά στελέχη, τα οποία πίστευαν ότι οι δημοσκόποι γι’ άλλη μία φορά θα διαψεύδονταν, κάτι που ομολογουμένως έγινε επανειλημμένα το 2015.
Κάποια από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησαν ότι τα μνημόνια ήταν ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση μέτρησε τόσες απώλειες
Αυτό που ξέχασαν όμως είναι πως η χώρα δεν βρίσκεται πλέον στο 2015 αλλά στο 2019.
Κι από εκεί ξεκινάει το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είδε το τρένο να έρχεται καταπάνω του. Η αίσθηση δηλαδή πως υπάρχει ακόμα η «φόρα» και το «ρεύμα» που είχε το κόμμα πριν από 4 χρόνια και ότι απέναντι στον κυνικό, νεοφιλελεύθερο λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη όλα αυτά φάνταζαν αρκετά προκειμένου η υπόθεση-κάλπη να εξελιχθεί σε ντέρμπι.
Κάποιοι μάλιστα είχαν αρχίσει να ψελλίζουν ότι ακόμα και η νίκη στις εκλογές της Κυριακής δεν ήταν πλέον άπιαστο όνειρο. Ακολούθησε η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών και η ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Τοποθετήσεις στελεχών
Χθες διάφορα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν το θάρρος να βγουν σε ραδιόφωνα, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κανάλια κ.λπ. και επιχείρησαν να δώσουν τις δικές τους εξηγήσεις για την ήττα αλλά και τι εκτιμούν ότι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα μνημόνια ήταν ο βασικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ μέτρησε τόσες απώλειες. «Ισως ήταν λιγότερα επώδυνα από των προηγούμενων και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να βρει χαραμάδες για τους πιο αδύναμους συμπολίτες, αλλά τελικά εφήρμοσε μνημόνια, με νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Ο επώδυνος συμβιβασμός έφερε και άλλους συμβιβασμούς» είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Φίλης στον ρ/σ Πρώτο Θέμα.
Ο διευθυντής της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Ζαχαριάδης, από την πλευρά του τόνισε στο «Κόκκινο»: «Είναι σαφές το μήνυμα που στέλνει η χθεσινή κάλπη: σε σχέση με τη διαδρομή μας ώς τώρα διαπιστώνει μια απόσπαση και μια ρωγμή σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου του 2015 που μας έφερε στη διακυβέρνηση […] Εκλεγήκαμε από τον λαό, εκλεγήκαμε στο όνομα του λαού, με την έγκριση του λαού. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έχοντας αυτήν τη χθεσινή τοποθέτηση. Οφείλουμε με βάση τη χθεσινή απάντηση που δόθηκε, να κάνουμε το δίλημμα ακόμα πιο καθαρό, ακόμα πιο διαυγές. Γιατί το χθεσινό μπορεί να είναι μια τοποθέτηση απόσπασης, τιμωρίας».
Στον αντίποδα υπήρξαν και κορυφαία στελέχη όπως ο ευρωβουλευτής Δημήτρης Παπαδημούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, άφησε αιχμές και για τη στάση του λαού στις κάλπες: «Οφείλω όμως μια παρατήρηση» είπε μιλώντας στον ρ/σ Real: «Λυπάμαι γιατί οι Ελληνες και οι Ελληνίδες ξεχνούν πολύ γρήγορα, δίνοντας μια τόσο θεαματική πρωτιά στο κόμμα της Ν.Δ. που έχει την κύρια ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας και για τα άγρια μνημονιακά μέτρα της περιόδου 2010-2014».
Πίκρα
Η άποψη αυτή του κ. Παπαδημούλη περί ευθύνης του λαού εκφράστηκε και από μερίδα υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκφράστηκε δηλαδή μια «πίκρα» για τη στάση του εκλογικού σώματος που δεν επιβράβευσε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ρήγμα στη σχέση με τον λαό
Το δάχτυλο προς τον λαό που αποδοκίμασε το κυβερνητικό αφήγημα. Το ίδιο επιχείρημα είχε η κυβέρνηση, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιπολίτευση και βρισκόταν όντως στον δρόμο, πλάι στα κινήματα, στο πλευρό των απλών ανθρώπων και των συλλογικοτήτων, όταν είχε ζωντανή επαφή με τον κόσμο. Στην πορεία αυτή η επαφή χάθηκε, με αποτέλεσμα από το 2015 και μετά η σχέση μεταξύ λαού – κόμματος – κυβέρνησης να έχει κενά που μεγάλωναν μέρα με τη μέρα και τα οποία κανείς δεν ενδιαφερόταν να καλύψει.
Το ζήτημα αυτό το είχαμε θέσει ως εφημερίδα σε συνεντεύξεις με πρωτοκλασάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά όταν διαφαινόταν ότι ήταν πολύ δύσκολο να σχηματίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αξιόμαχους συνδυασμούς στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι απαντήσεις που παίρναμε τότε ήταν πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στη σχέση κόμματος-κυβέρνησης και κατ’ επέκταση με τον λαό. Οπως αποδείχτηκε, αυτή η εκτίμηση ήταν εντελώς λανθασμένη.
Η επικοινωνιακή τακτική
Η κυβέρνηση, μέσω κορυφαίων στελεχών, «φούσκωσε» επικοινωνιακά αρκετά ζητήματα, τα οποία στη συνέχεια δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Κάπως έτσι είδαμε ότι οι 10 κατηγορούμενοι πολιτικοί για το σκάνδαλο Novartis στην πορεία έγιναν δύο. Ταυτόχρονα οι δημόσιες τοποθετήσεις υπουργών εις βάρος δικαστών και εισαγγελέων και το αγοραίο ύφος -με την ανοχή του πρωθυπουργού- αφενός δεν άρμοζαν στην πολιτική σκέψη της Αριστεράς, αφετέρου στη σούμα- για να μιλήσουμε στον ίδιο τόνο- περισσότερο κακό έκανε παρά καλό.
Γενικότερα αυτή η στάση, που ενισχύθηκε και εκφραζόταν από μερίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου, πολλές φορές με κίτρινη απόχρωση, απέδειξε ότι δεν βοηθάει πουθενά. Αναμφισβήτητα έχει ένα κοινό που την ακολουθεί και την υιοθετεί, αλλά έτσι δεν κερδίζεις εκλογές. Αργά ή γρήγορα αυτού του είδους οι επιλογές θα σου γυρίσουν μπούμερανγκ.
Η δαιμονοποίηση των ΜΜΕ
Η «Εφ.Συν.» είχε γράψει από την πρώτη στιγμή, όταν η κυβέρνηση κήρυξε εμπάργκο στον ΣΚΑΪ, πως αυτή ήταν μια λανθασμένη επιλογή. Η συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση αντιπολιτευτικών ΜΜΕ και δημοσιογράφων, επίσης. Είναι διαφορετικό πράγμα να καταγγέλλεις και να αναδεικνύεις τα fake news και εντελώς άλλο να τα θεωρείς αποκλειστικά υπεύθυνα για τη φθορά σου. Αυτό το «πατρονάρισμα» του κόσμου σε σχέση με τα ΜΜΕ και η επιμονή στον ρόλο τους δεν αντιπαλεύεται με αναθέματα, αλλά με έργο και αντίλογο.
Μια αίσθηση υπεροχής
Ηταν αρκετές οι φωνές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που εδώ και καιρό έκαναν λόγο για μια ηγετική ομάδα πέριξ του πρωθυπουργού, η οποία έπαιζε βασικό ρόλο στην άσκηση πολιτικής του.
Για την ομάδα αυτή υπήρχε η αίσθηση σε μεγάλη μερίδα του κόμματος ότι είχε «καβαλήσει το καλάμι». Η εξουσία και η άσκησή της ομολογουμένως έχει αυτό το κακό. Κάπως έτσι επιχειρήθηκαν κατά καιρούς να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, σε κάποιες περιπτώσεις το μαύρο βαφτιζόταν άσπρο και σε κάποιες άλλες οι απαντήσεις που δίνονταν και οι ενέργειες που γίνονταν δεν θύμιζαν κόμμα, έστω με αριστερές καταβολές.
Υπό αυτό το πρίσμα θεωρήθηκε -κακώς όπως αποδείχτηκε- ότι τα μέτρα ελάφρυνσης που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός λίγες μέρες πριν από τις κάλπες θα έδιναν πόντους στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θα έπαιρνε με το μέρος του ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που παραδοσιακά ψηφίζει και που δεν είναι άλλο απ’ αυτό των συνταξιούχων. Οπως αποδείχτηκε στην κάλπη, οι συνταξιούχοι δεν… τσίμπησαν στην αποκαλούμενη 13η σύνταξη.
Η επόμενη μέρα
Είναι σίγουρο ότι τις επόμενες μέρες θα κορυφωθεί η συζήτηση για τα αίτια της μεγάλης ήττας. Εν προκειμένω θα πρέπει να απαντηθούν μια σειρά από επιχειρήματα, τα οποία όσο σίγουρα κι αν φαίνονταν σ’ αυτούς που έχουν λόγο στην επικοινωνιακή γραμμή της κυβέρνησης, δεν έπεισαν τελικά τον κόσμο.
Ενας κόσμος που δεν πείστηκε να καταψηφίσει τη Ν.Δ. ούτε καν μετά τις κυνικές ομολογίες του προεκλογικού σχεδίου του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τελική ευθεία πριν από τις κάλπες. Ετσι όπως εξελίχθηκε η εκλογική μάχη, στην κυβέρνηση μάλλον απομένει μια γλυκόπικρη γεύση. Πικρή από το αποτέλεσμα, γλυκιά, στον αντίποδα, επειδή ουσιαστικά διατήρησε τα ποσοστά που είχε στις ευρωεκλογές του 2014.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πλήρωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών στην κάλπη, στον βαθμό τουλάχιστον που ισχυριζόταν η αντιπολίτευση ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Ο σημαντικότερος λόγος της ήττας ήταν η αναμενόμενη κυβερνητική φθορά έπειτα από σχεδόν 4,5 χρόνια διακυβέρνησης της πρώτης αριστερής κυβέρνησης της χώρας. Μια φθορά στην οποία κορυφαίο ρόλο έπαιξε η διαχείριση μνημονιακών πολιτικών που προκάλεσαν τη λεγόμενη «τιμωρητική» ψήφο. Με απλά λόγια, η ήττα συνδέεται άμεσα με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης κυρίως για τη λεγόμενη μεσαία-μικρομεσαία τάξη.
Κάπως έτσι το αποτέλεσμα κρίνεται λογικό, με τον ΣΥΡΙΖΑ να πληρώνει το δικό του μερίδιο ευθύνης, όπως κάθε άλλη μνημονιακή κυβέρνηση στο παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντικό το γεγονός ότι είχε μεν απώλειες, ωστόσο διατηρεί τα ποσοστά εκείνα που τον καθιστούν τον βασικό αντίπαλο της Ν.Δ. στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε τυχερός σε ένα πράγμα σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα που εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές. Δεν καταποντίστηκε. Δεν εξαφανίστηκε εκλογικά όπως ήθελαν οι αντίπαλοί του. Υπέστη ήττα, ναι, αλλά διατηρεί ένα 23-24% ποσοστό που τον ανάγει στον κύριο φορέα εκπροσώπησης των αριστερών-κεντροαριστερών-προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Στο χέρι του είναι από εδώ και στο εξής αν καταφέρει να σηκωθεί, να δείξει ότι έμαθε το μάθημά του και να διεκδικήσει την εξουσία απέναντι σε μια Ν.Δ., η οποία -αξίζει να σημειωθεί- δεν έχει το άλλοθι που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Ισως ο Αλέξης Τσίπρας να οφείλει ένα «ευχαριστώ» στον ελληνικό λαό για το χαστούκι, που ήρθε μάλλον την κατάλληλη ώρα.