Ενα φάντασμα πλανιέται –και δυστυχώς βασιλεύει– πάνω από τη μετεκλογική Ευρώπη: το φάντασμα του ορντολιμπεραλισμού. Της σκιώδους αυτής γερμανικής (αλλά και… γερμανοντυμένης, αφού επικρατεί πλέον, χάρη σε μια στρατιά «πρόθυμων» πολιτικών και οικονομολόγων, που την επιβάλλουν ακούσια ή εκούσια στις περισσότερες χώρες της Ενωσης) οικονομικής θεωρίας που έγινε θρησκεία και κατατρώει από τα μέσα τις ζωές και την ευημερία εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών, περιλαμβανομένων και μυριάδων φτωχών και υποαπασχολούμενων βέρων Γερμανών.
Οπως οι περισσότερες ιδέες, ο «ordoliberalismus» ή «εύτακτος φιλελευθερισμός», ας πούμε, είχε «ευγενή» προέλευση. Ordo (Ordnung, στα γερμανικά) είναι η τάξη, liberalismus είναι ο φιλελευθερισμός, με την κλασική από τον καιρό του Ανταμ Σμιθ έννοια της ελεύθερης αγοράς: άρα ορντολιμπεραλισμός είναι η εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς με κρατική και νομοθετική παρέμβαση.
Οπως και η από πολλές απόψεις συγγενής του οικονομική «σχολή της Βιέννης», που με τον Φριντριχ Χάγιεκ και τον Λούντβιχ Φον Μίζες γέννησε προπολεμικά τον νεοφιλελευθερισμό και στη συνέχεια τον δίδαξε στον Φρίντμαν και τα άλλα τρομερά «Παιδιά από το Σικάγο», ο ορντολιμπεραλισμός ξεκίνησε σαν ένα γειτονικό «παρακλάδι» του κλασικού φιλελευθερισμού, από οικονομολόγους που αντιτάσσονταν στον σκληρό κεντρικό κρατικό σχεδιασμό της ναζιστικής, αλλά και της σοβιετικής σχολής, και ταυτόχρονα έβλεπαν με μισό μάτι την «κεϊνσιανή» απάντηση στο Κραχ του 1929 μέσω της τεχνητής δημιουργίας ζήτησης.
Ετσι βγήκε άλλωστε και το σχετικό ανέκδοτο, που λέει ότι οι Γερμανοί οικονομολόγοι μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που δεν έχουν διαβάσει Κέινς και σε αυτούς που τον έχουν διαβάσει, αλλά δεν κατάλαβαν τίποτε…
Αρχηγός τους ήταν ο Βάλτερ Οϊκεν, ένας οικονομολόγος από το Φράιμπουργκ, που (όπως και ο Χάγιεκ) πίστευε πως η συνταγή του Τζον Μεϊναρντ Κέινς για την αύξηση της ζήτησης μέσω κρατικών δαπανών και ελλειμμάτων, δηλαδή ο ιδεολογικός κορμός του αμερικανικού «Νιου Ντιλ», ήταν «ανόητη». Διαφωνούσε, όμως, και με το απόλυτο laissez – faire των κλασικών φιλελεύθερων, αλλά και των… αναρχοκαπιταλιστών, νεοφιλελεύθερων Βιεννέζων φίλων του: πίστευε δηλαδή ότι ο καπιταλισμός απαιτεί μια ισχυρή κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων που θα παρέχουν την τάξη (ordo στα λατινικά) που χρειάζονται οι ελεύθερες αγορές για να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά.
Από αυτούς τους αυθεντικούς, αιρετικούς για την εποχή τους ορντολιμπεραλιστές, που είχαν ζήσει τα πληθωριστικά σοκ και το δράμα της Βαϊμάρης, ξεπήδησε και η ιδέα για την ανάγκη αυστηρής νομισματικής πολιτικής, σταθερά και αποκλειστικά εστιασμένη στη σταθερότητα των τιμών.
Η έννοια της Haftung, της δημοσιονομικής και νομισματικής «υπευθυνότητας» και θρησκευτικής σχεδόν πειθαρχίας, είναι κεντρική σε αυτές τις θεωρίες και, φυσικά, πηγάζει από την προτεσταντική ηθική και την κληρονομιά των πρωτο-καπιταλιστών «homo economicus» του 17ου αιώνα, όπως πρώτος παρατήρησε ο Βέμπερ. Οχι ο Μάνφρεντ, ο άλλος…
Ως εδώ, καλά. Οσο οι θεωρίες αυτές έμεναν θεωρίες, δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Στη σημερινή Ευρώπη, όμως, ο ορντολιμπεραλισμός –περισσότερο και από τον κλασικό «μπάτε-σκύλοι-αλέστε» νεοφιλελευθερισμό του Χάγιεκ και του Φριντμαν– έχει εξελιχθεί σε καταστροφική λαίλαπα, που καταστρέφει εκ των έσω, σαν καρκίνος, το εξαρχής κακοσχεδιασμένο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ και το τερατόμορφο παιδί της, το Σύμφωνο Σταθερότητας, είναι κατεξοχήν ορντολιμπεραλιστικά κείμενα, που ήδη μεταφράζονται σε αντιαναπτυξιακούς ζουρλομανδύες για αμέτρητους Ευρωπαίους.
Τα θυμήθηκα ξανά αυτές τις μέρες, με αφορμή το «πλασάρισμα» του Γερμανού, σκληρού μονεταριστή και ορντολιμπεραλιστή Βάιντμαν για τη θέση του Ντράγκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και της εξίσου σκληρής Δανέζας Μαργκρέτε Βέσταγκερ, την οποία «σπρώχνει» για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο ίδιος ο… πάπας του μοντέρνου ορντολιμπεραλισμού, ο (νομικός και όχι οικονομολόγος) Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Για τους ανθρώπους αυτούς, ας πούμε, οι κραυγές των δύσμοιρων Νοτίων σαν και του λόγου μας, ότι η συνεχής περικοπή δαπανών και η υπερφορολόγηση εν μέσω ύφεσης δημιουργεί –στην πράξη, όχι στα βιβλία– μια κεϊνσιανή «δίνη ύφεσης» που καταστρέφει ολόκληρες τάξεις, είναι… απλές ανοησίες! Κι ας το δείχνουν ξεκάθαρα οι αριθμοί!
Αλλά αυτοί δεν χαμπαριάζουν: περισσότερο και από τους νεοφιλελεύθερους φίλους τους, οι ορντολιμπεραλιστές τείνουν να αντιμετωπίζουν τις οικονομίες, ακόμη και μεγαθήρια σαν την Ευρωπαϊκή Ενωση, σαν απλά νοικοκυριά, τα «άτακτα» μέλη των οποίων (σαν την Ελλάδα ή την Ιταλία) πρέπει να «συνετίζονται» τιμωρητικά…
Καλά έλεγε ο αγαπημένος μου Χάινριχ Μπελ, ότι το μόνο μέρος που βασιλεύει η τάξη είναι τα νεκροταφεία!
Στο μεταξύ, στην προχθεσινή Guardian, ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς γράφει ότι ύστερα από 40 χρόνια πιστής εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ και πολλές άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, το πείραμα έχει οριστικά αποτύχει, ανακόπτοντας την παγκόσμια ανάπτυξη και στέλνοντας τα όποια κέρδη στις τσέπες ενός όλο και μικρότερου υπερ-πλούσιου τμήματος του πληθυσμού. Καιρός, λοιπόν, να τον… θάψουμε, λέει ο Αμερικανός σοφός. Που βλέπει την παγκόσμια άνοδο της εθνικιστικής Ακροδεξιάς σαν μια φυσική σχεδόν αντίδραση στις τραγικές συνέπειες του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος -αλλά σημειώνει ταυτόχρονα ότι και οι εθνικιστές, σαν τον Τραμπ, που κατηγορούν για όλα τα δεινά τούς μετανάστες, αλλά και οι δήθεν «κεντροαριστεροί» σαν τον Μπλερ, εφάρμοσαν πιστά τις ίδιες νεοφιλελεύθερες νόρμες, αδιαφορώντας για τις τραγικές κοινωνικές συνέπειες. Και αντιπροτείνει τη συστράτευση των λαών για έναν νέο, «προοδευτικό καπιταλισμό», όπως τον αποκαλεί.
Αλλά ποιος τον ακούει σε αυτή την Ευρώπη των τεράτων; Εχουμε φτάσει στο σημείο όπου η σκέψη του αστού, σοσιαλδημοκράτη Κέινς, του πατέρα του σύγχρονου κοινωνικού κράτους και του «σκανδιναβικού μοντέλου», μοιάζει επαναστατική!