Το κείμενο που ακολουθεί έχει καθαρά και ξάστερα εκδικητικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό όσοι έχουν αλλεργίες, φλύκταινες, σπιθούρια, ενισχυμένες τάσεις αντεκδίκησης, καταίσχυντες τάσεις κριτικής (των πάντων, επί παντός επιστητού, τώρα και για πάντα), ευφάνταστες στάσεις αυθεντίας και κυρίως όσοι νιώθουν εκατομμύρια μύγες να ζουζουνίζουν μόνο γύρω τους και ενοχλούνται δεόντως και κατ’ εξακολούθηση, παρακαλώ όπως δεν συνεχίσουν την ανάγνωση.
Αφού ξεμπερδέψαμε με τη γραφειοκρατία, περνάω τάχιστα στις επεξηγήσεις. Επεξηγήσεις και ουχί εξηγήσεις, διότι και φλύκταινες και σπιθούρια μύρια όσα έβγαλα την τελευταία εβδομάδα, ακούγοντας και διαβάζοντας τους πάντες να εξηγούν τα πάντα, επί παντός επιστητού, όπως τώρα έτσι και πάντα, έχοντας αναγάγει εαυτόν σε γευσιγνώστες της Ιστορίας.
Είναι ένα ζήτημα αυτό με τα ξηγητάρια. Ειδικά στην Ελλάδα. Θες που η γλώσσα μας έχει, πολλές λέξεις έχει η ρημάδα, θες που ως λαός, που τελειωμό στην Ιστορία δεν έχει, πολλές φορές σ’ αυτή την Ιστορία έχουμε τον ακατανόητο, θες που ο ίδιος αυτός λαός μπορεί την ίδια περίοδο να κάνει τη μεγαλύτερη αντίσταση στην Ευρώπη και λίγο μετά να προσκυνά, έστω και σκιερά, τη χούντα, θες που ενώ είμαστε πανέτοιμοι να κατεβούμε στους δρόμους υπερασπιζόμενοι την τιμή της πατρίδας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας, την ίδια στιγμή μεγαλώνουμε παιδιά που γίνονται πανέμορφα φασιστάκια, έστω και με γαλάζια προβιά (αποδείχθηκε περίτρανα στις εκλογές που προηγήθηκαν), θες που προσωπικά πολύ προσωπικά τα παίρνουμε όλα, αλλά όταν είναι να δούμε το συλλογικό, το «προσωπικά» μεταμορφώνεται σε ατομικά έως και χυδαία ατομικιστικά, όπως και να το δεις, άντε να το εξηγήσεις!
Οχι, βέβαια. Φυσικά και ξέρουμε τι μας γίνεται. Μην κοιτάς που στους απ’ έξω όλα τα παραπάνω μοιάζουν αντιφατικά. Σε μας εδώ, τους από μέσα, όλες οι εξόφθαλμες άνωθι αντιφάσεις ανήκουν στην ιδρυτική διακήρυξη της νέας εποχής: Εμπρός λαέ, για μια Νέα Παλινόρθωση!
Πραγματικά, δεν το κρίνω. Σχεδόν δεν βλέπω καν πού είναι το κακό. Το «κακό» το είδαμε, το ψηφίσαμε, το ξαναψηφίσαμε, το ψιλοζήσαμε, ε πια το ξεψηφίσαμε (μπας και ξεζήσουμε κι εμείς μια στάλα). Η χώρα και ιδιοκτήτες έχει και παγιωμένη εξουσία και παγωμένη ηθική και ξεπαγιασμένες συνειδήσεις. Τι κι αν έμειναν στη σκιά για λίγο μόνο; Επιτέλους, ο ουρανός έγινε πιο γαλανός, κάποιοι είπαν πως θα φέρουν τη ΜεΡΑ σε όσους είμαστε βαθιά νυχτωμένοι, άλλοι πως, με τη βοήθεια του Ιησού (με τον οποίο έχουν προσωπική αλληλογραφία), θα αναστήσουν και το πιο βαθύ γαλάζιο… Γενικά ζήσαμε μια στρουμφοκατάσταση.
Οχι πως είχαμε διαφύγει ποτέ από αυτή. Οταν εμείς «ήμασταν αλλού», αυτή ήταν πάντα εκεί. Στη σκιά, περιμένοντας μια τόση δα ευκαιρία να ξεμυτίσει και αμέσως μετά να ξεπροβάλει ολάνθιστη και πλουμιστή και ποτέ πια να μην μας αφήσει… μόνους; Ησυχους; Θα δείξει. ‘Η μάλλον, θα μας δείξει.
Είναι ένα ζήτημα αυτό με τις σκιές. Ειδικά στη χώρα του μεσημεριάτικου ήλιου (τον ανατέλλοντα τον διεκδικούν άλλοι): εδώ και τις αναζητάς και τις φοβάσαι. Θα ξεχάσω εγώ εκείνον τον άμοιρο τον Αβδηρίτη που είδε κι έπαθε να βγάλει άκρη, επειδή ξαπόστασε ολίγον τι στου όνου τη σκιά;
Μέγα ζήτημα έγινε τότε, μέχρι και τη Βουλή των τετρακοσίων έφτασε! Απόφαση να βγάλουν δεν μπορούσαν. Ενεκα που νοικιασμένο τον είχε τον όνο ένας έμπορος απ’ τ’ Αβδηρα και καταμεσήμερο θέλησε να κάτσει από κοντά να ξαποστάσει. Μα ο αγωγιάτης ζήτησε επιπλέον αμοιβή για του γαϊδάρου τη σκιά. Μοιράστηκε ο λαός στα δύο: στους «Σκιερούς» και στους «Ονικούς». Οι πρώτοι λέγαν πως η σκιά είναι αυθύπαρκτη και αυτοτελής, οι δεύτεροι πως όνος και σκιά πάνε παρέα. Και δωσ’ του κακό και χαλασμός… Πριν δώσει το δικαστήριο απόφαση, άγνωστοι σκότωσαν τον γάιδαρο και έτσι «μη υπάρχοντος του πειστηρίου», η υπόθεση «ετέθη στο αρχείο».
Γι’ αυτό σου λέω: τον νου σου! Οσο υπάρχουν γάιδαροι, θα υπάρχουν κι οι σκιές τους. Αλίμονο αν κουραστείς και από κάτω τους συρθείς. Το βάρος τους για πάντα θα Σαμαρωθείς. Ακόμη και «μη υπάρχοντος του πειστηρίου».