Από τα ευρήματα των στατιστικών αναλύσεων των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, μάλλον δύο είναι τα πιο αξιοσημείωτα, τουλάχιστον ως προς την κατανομή των ψήφων μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Πρώτον, ότι η όντως εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στο ότι σημαντικό ποσοστό των παλαιών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τώρα μετακινήθηκε στη Ν.Δ. Και, δεύτερον, ότι η μόνη κοινωνική κατηγορία στην οποία υπερισχύει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκείνη των ανέργων.
Στη σύγχρονη μαρξιστική θεωρία το πρόβλημα των «μεσαίων τάξεων» ξεκινάει από τον ίδιο τον όρο. Αν συμπεριλάβουμε σε αυτές μόνο ό,τι βρίσκεται «ανάμεσα» στις δύο βασικές τάξεις του καπιταλισμού, ήτοι μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης, τότε «μεσαία τάξη» είναι μόνο η μικροαστική –η κατά Πουλαντζά «παραδοσιακή» και «νέα» μικροαστική τάξη.
Τίθεται όμως ένα ερώτημα για το πού θα τοποθετήσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες, αν και ανήκουν δομικά στην αστική τάξη, είναι «μεσαία» τάξη, υπό την έννοια ότι η πολιτικοοικονομική ισχύς τους συχνά δεν είναι επαρκής για να επηρεάσει καθοριστικά τις σχέσεις κυριαρχίας του καπιταλιστικού συστήματος, που σταθερά προσδιορίζονται από το μεγάλο κεφάλαιο.
Δεδομένης αυτής της ασάφειας και ακολουθώντας την πιο σύγχρονη εκδοχή της μαρξιστικής σκέψης που αντιμετωπίζει τις κοινωνικές τάξεις όχι απλώς με αναφορά στη δομική τους θέση στον τρόπο παραγωγής αλλά λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτερη δυναμική των σχέσεων εξουσίας στο καπιταλιστικό σύστημα, θα διατυπώσω την ακόλουθη «βέβηλη» πρόταση: μεσαίες τάξεις είναι όλες εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που, σε μια δεδομένη συγκυρία, βρίσκονται «ανάμεσα» στην αδιαμφισβήτητα ανώτερη και στην αδιαμφισβήτητα κατώτερη κοινωνική τάξη.
Αν οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες συναποτελούν χωρίς αμφιβολία την ανώτερη τάξη, υπάρχει ένα ζήτημα με την κατώτερη. Στη συγκυρία της σύγχρονης Ελλάδας οι άνεργοι τα πρώτα χρόνια της κρίσης έφταναν το 27% και τώρα ας πούμε ότι είναι γύρω στο 19%, κατά συνέπεια αποτελούν από μόνοι τους «τάξη» -και ναι, σαφώς την κατώτερη, δηλαδή την πιο ανίσχυρη τάξη.
Τι θέλω να πω με αυτό; Δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο σύγχρονος, νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, με την «ευέλικτη», ήτοι δομικά επισφαλή εργασία, έχει την ευφυή στρατηγική να θέτει διαρκώς τους εργαζομένους προ του διλήμματος να αποδέχονται την οσοδήποτε μη προνομιούχα εργασιακή τους κατάσταση ή να οδηγούνται στην απελπισία της ανεργίας. Αυτό, σε περιόδους κρίσης, μετατρέπεται σε μια πραγματική αναδιάρθρωση των ταξικών συσχετισμών, όπου όσοι εξακολουθούν να έχουν εργασία μεταλλάσσονται σε «προνομιούχα», ήτοι «μεσαία» τάξη, σε σύγκριση με τη μεγάλη τάξη των ανέργων που συγκροτεί την αληθινά κατώτερη κοινωνική τάξη.
Το δεύτερο είναι ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας και με δεδομένα τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται σε ένα βαθύτατα ταξικό κόμμα, με την πιο αριστερή σημασία του όρου. Με τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, που σημαίνει πρώτα και κύρια με τις πολιτικές υπέρ των ανέργων, η κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς τάχθηκε εξ αντικειμένου με το μέρος της αληθινά κατώτερης τάξης.
Σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας και με το τρίτο Μνημόνιο που αναγκάστηκε –έστω κατόπιν επιλογής της– να εφαρμόσει, αυτό σήμαινε ότι όλες οι υπόλοιπες τάξεις, δηλαδή κυρίως οι «μεσαίες» με τον ευρύτατο ορισμό που δώσαμε πιο πάνω, θα υφίσταντο τις αρνητικές συνέπειες αυτής της βαθιά ταξικής επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ –ήτοι την υπερφορολόγηση. Η ψήφος εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ταξική –οι μεσαίες τάξεις στράφηκαν εναντίον του.
Ταξική και ταυτόχρονα ιδεολογική –δηλαδή νεοφιλελεύθερη. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεσαίες τάξεις έχουν διαβάσει κι έχουν πειστεί από τις θεωρίες του Χάγεκ. Στην πράξη όμως βιώνουν την υπερφορολόγηση ως «ιδεοληψία» της Αριστεράς από την οποία θα τους «σώσει» η νεοφιλελεύθερη Ν.Δ. –εξ ου και η μετακίνηση της ψήφου.
Και δυο λόγια για τον ρόλο του Μακεδονικού ως προς την εν λόγω μετακίνηση ψήφου. Ακούω και διαβάζω αναλύσεις ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έπαιξε ρόλο, διότι δεν διαφαίνεται μεγάλη διαφορά στα εκλογικά αποτελέσματα μεταξύ της Μακεδονίας και των υπόλοιπων γεωγραφικών περιοχών. Λες και το «πρόβλημα» με τη συμφωνία ήταν κάτι αντικειμενικό που, εντάξει, «αναμενόμενο» ήταν να «ενοχλεί» πιο πολύ την «αντικειμενικά ευαίσθητη» περιοχή της Μακεδονίας.
Λες και δεν ξέρουμε ότι το «πρόβλημα» συνίστατο στην εθνικιστική συναίνεση που είχε κατασκευαστεί σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το Μακεδονικό επηρέασε. Είναι προς τιμήν της αριστερής κυβέρνησης ότι προχώρησε στη Συμφωνία των Πρεσπών έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου.
* καθηγητή της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών