Η εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τυπικά δεν είναι απαραίτητη. Μπορεί ένα κόμμα να κερδίζει την λαϊκή εμπιστοσύνη επ’ άπειρον. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει συμβεί ποτέ και πουθενά. Χωρίς να χρειάζονται τα τραβηγμένα παραδείγματα με τον Τσώρτσιλ για να το επιβεβαιώσουν.
Άρα κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει τις εκλογές. Αν δεν είναι στις 7 Ιουλίου θα είναι την προσεχή φορά. Το πραγματικό διακύβευμα μακροπρόθεσμα είναι άλλο, είναι αυτό που έθεσε έγκαιρα ο Βενιζέλος. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει σε μόνιμη βάση ένα από τα δυο κόμματα εξουσίας που εναλλάσονται στην κυβέρνηση.
Το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα Παπανδρέου είχε πετύχει αυτή την μεγάλη ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό. Αντικατέστησε ως εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης και τελικά οδήγησε στην διάλυση την Ένωση Κέντρου. Έχασε εκλογές, τις ξανακέρδισε, τις ξανάχασε, τις ξανακέρδισε μέσα σε 30 χρόνια.
Η έννοια την οποία περιγράφω αδικείται από τον όρο «κόμμα εξουσίας». Η γερμανική δεξιά χρησιμοποιεί μια περισσότερο δόκιμη έννοια, αυτήν του «μεγάλου λαϊκού κόμματος», του volkspartei. Οι αγγλόφωνοι περιγράφουν αυτό το κόμμα ως big tent, μια τέντα κάτω από την οποία χωρούν πολλοί και διάφοροι.
Ας μπούμε λίγο βαθύτερα. Εαν είναι αναμενόμενο η Ελλάδα να διαθέτει δυο μαζικά λαϊκά κόμματα, το επίδικο ζήτημα σήμερα είναι ο πολιτικός και ιδεολογικός προσανατολισμός του ενός από τα δυο, του αριστερού – κεντροαριστερού. Εδώ έγκειται η στρατηγική ανησυχία του Ευάγγελου Βενιζέλου. Στην διαφαινόμενη εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ στην θέση αυτή. Δηλαδή στην μετατόπιση του κέντρου βάρους του πολιτικού σκηνικού συνολικά μέσω της μόνιμης αντικατάστασης του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ ως μαζικό λαϊκό κόμμα. Η οποία αντικατάσταση δεν σημαίνει την πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ όπως κάποιοι είτε φοβούνται είτε ελπίζουν. Ακριβώς όπως το ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του 80 δεν μεταβλήθηκε σε κακέκτυπο της Ένωσης Κέντρου.
Η επιδίωξη της «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ σήμαινε την δυνατότητα του ΚΙΝΑΛ να μειώσει την μεταξύ τους διαφορά μεγεθών και να θέσει ως επόμενο στόχο την ανατροπή του μεταξύ τους συσχετισμού δυνάμεων. Η επιδίωξη αυτή απέτυχε.
Όσο καθαρό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε στις ευρωεκλογές, άλλο τόσο καθαρό είναι ότι σταθεροποιείται ως το μεγάλο λαϊκό κόμμα της μιας πλευράς, Μάλιστα η πρώτη δημοσκόπηση μετά τις ευρωεκλογές (μιας από τις κατεστημένες εταιρίες οι οποίες σωστά προέβλεπαν το αποτέλεσμα) δείχνει τάση ενίσχυσης και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φυσιολογικά συμβαίνει μεταξύ της ψήφου των ευρωεκλογών και της ψήφου των εθνικών εκλογών για τα δυο μεγάλα κόμματα.
Από αυτή την οπτική η ρήξη Βενιζέλου με το ΚΙΝΑΛ είναι απόλυτα λογική, ακόμη και αν τυπικά την προκάλεσε η Γεννηματά. Το ΚΙΝΑΛ δεν θα ξαναγίνει στο ορατό μέλλον μαζικό λαϊκό κόμμα, η στρατηγική στόχευση Βενιζέλου απέτυχε. Του μένει η ενίσχυση του άλλου μεγάλου κόμματος μήπως κερδηθεί από αυτό η παρούσα εκλογική μάχη.
Αντίστοιχα για τον ΣΥΡΙΖΑ ο στόχος νίκης στις 7 Ιουλίου είναι αυτονόητος ακόμη και αν είναι πολύ δύσκολος. Γιατί αυτός θα είναι ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε εκλογή κατά το ορατό μέλλον. Αυτό κάνουν τα μαζικά λαϊκά κόμματα, διεκδικούν πάντα την κυβέρνηση. Το πως μπορεί αυτή η διεκδίκηση να υλοποιηθεί αποτελεσματικά κατά την παρούσα συγκυρία, είναι το επόμενο θέμα.