Ρόζα Λούξεμπουργκ
Ε, ναι λοιπόν, τραγούδια χρειαζόμαστε! Τραγούδια ελπίδας κι οράματος που θα γράψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί σε δρόμους, γειτονιές και πλατείες, χωρίς ειδικά μεγέθη ανάμεσα μας. Που θα μας ξαναδώσουν τη χαρά της συλλογικής συντροφικής δράσης, το πείσμα του μαχητή ο οποίος συνδιαμορφώνει το αύριο μιας πορείας υπέρβασης του αλλοτριωτικού σήμερα προς έναν ουσιαστικά δημοκρατικό δρόμο κοινωνικού μετασχηματισμού. Έναν δημοκρατικό δρόμο γειωμένο κοινωνικά, αλλά ταυτόχρονα με όραμα και φαντασία μιας Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς που υπερβαίνει τη ρουτίνα διαχείρισης του υπάρχοντος.
Αν πραγματικά θέλουμε όχι απλώς να υπερβούμε το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και να κατανοήσουμε το μήνυμα που μας έστειλαν χιλιάδες αριστεροί συμπολίτες, αλλά κυρίως να ανατρέψουμε την αντίληψη της πολιτικής ως παιγνίου παραγόντων, το διάχυτο κλίμα τού «όλοι ίδιοι είναι», που οδήγησε μεγάλα τμήματα συμπολιτών και ιδίως νεότερων γενεών στο μάταιο της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, στην παθητική στάση της αποχής.
Απέναντι σ’ αυτό το έντονα αρνητικό φαινόμενο, δεν αρκούν εκκλήσεις συμμετοχής, οφείλουμε με τη στάση όλων μας και τον επικοινωνιακό μας λόγο να επαναθεμελιώσουμε την αίσθηση του ενεργού πολίτη και όχι του καταναλωτή του θεάματος της πολιτικής και με αυτό τον τρόπο να ξαναδώσουμε στη Δημοκρατία το αξιακό περιεχόμενο του μόνου ανοιχτού και συλλογικού πολιτεύματος, όπου το ατομικό εγώ δεν πνίγεται σε ένα άμορφο μαζικό εμείς, ούτε όμως το εγώ τού όποιου ισχυρού παράγοντα επιτρέπεται να πνίγει το συλλογικό εμείς των συνυπεύθυνων και ισότιμων πολιτών για το αύριο του τόπου.
Στον μακρύ και σκληρό πόλεμο θέσεων που διεξάγουμε, δεν αρκεί -όσο αναγκαίο και επιτακτικό κι αν είναι- να τονίζουμε τα όσα σε αντίξοες συνθήκες σημαντικά πραγματοποιήσαμε σε κοινωνικό, δικαιωματικό και εξωτερικής πολιτικής πεδίο, βγάζοντας ταυτόχρονα τη χώρα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Χρειαζόμαστε άμεσα μια συνολική στρατηγική ρεαλιστικής προοπτικής, για ένα αύριο που μέσα από μικρές και μεγαλύτερες ρήξεις σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά, συλλογικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ιδεολογικο-πολιτικά, θα ανοίγει κάθε μέρα και με κάθε μας πράξη τον δρόμο όχι προς ένα μεταφυσικό σοσιαλισμό αλλά προς την υπέρβαση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο σε ένα μη αλλοτριωτικό αύριο. Μια δηλαδή στρατηγική προοπτική κοινό κτήμα όλων, μελών, φίλων, συμμάχων, και προφανώς με σεβασμό συμπολιτών διαφορετικών αντιλήψεων.
Κοινό κτήμα σημαίνει όμως συνδιαμόρφωση και όχι εξαγγελίες από την τηλεόραση. Σημαίνει εμβάθυνση του κοινωνικό – πολιτισμικού προτάγματος της συμμετοχικής δημοκρατίας κόντρα στον κυρίαρχο ατομοκεντρικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και το πισωγύρισμα που σχεδιάζει η Ν.Δ. με «…μια αλλαγή φιλοσοφίας στους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας, προκειμένου να μην ξανάρθει η Αριστερά σε καμιά της μορφή…» όπως κυνικά και βαθιά αντιδημοκρατικά διακήρυξε ο Μάκης Βορίδης.
Σημαίνει έναν νέο ηγεμονικό λόγο ελπίδας, που με θετικά παραδείγματα θα απευθύνεται, όχι θολά τους πολλούς, αλλά συγκεκριμένα τόσο στα στρώματα των εργαζομένων του χωριού και της πόλης, τους ανέργους, τις κάθε είδους μειονότητες, τους νέους, όσο, προφανώς, και στα πολυποίκιλα, αντιθετικών και αντιφατικών συμφερόντων μικροαστικά στρώματα. Αυτά τα τελευταία -που δεν αποτελούν μια ανύπαρκτη κοινωνιολογικά μεσαία λεγόμενη τάξη- όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά αποτελούν μια κρίσιμη παράμετρο της εκλογικής αναμέτρησης. Η προσέγγισή τους δεν αφορά μόνο χειροπιαστά οικονομικά και φορολογικά μέτρα ανακούφισης, αλλά, και αυτό είναι το δυσκολότερο, μια πολιτικο-πολιτισμική στάση ήθους και μετριοπάθειας, μα και σθεναρής αντιμετώπισης παραδοσιακών στερεότυπων, κίτρινης προπαγάνδας ή μηδενιστικής κριτικής.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λόγου και δράσης, η προεκλογική περίοδος δεν έχει προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, αρκεί να μην αποδεχτούμε το πραγματικά δύσκολο και φαινομενικά αδύνατο, ως αδιανόητο. Κι αν οι… «ρεαλιστές» γραφειοκράτες της πολιτικής θεωρούν αυτή τη γραφή βολονταριστική και ρομαντικά ουτοπική τους καλούμε μαζί με τον Μπρεχτ «να σκεφτούν γιατί είναι ουτοπική;».