Πρώτο καλοκαιρινό βράδυ στη βεράντα. Ιούνιος, στην αρχή του. Λίγοι άνθρωποι στον δρόμο, λίγοι άνθρωποι στα μπαλκόνια, ελάχιστοι ήχοι σπάνε τη σιωπή. Ο ουρανός είναι σκούρος, ξάστερος. Η ατμόσφαιρα, έπειτα από πολύ καιρό, πεντακάθαρη, διαυγής. Ενα καινούργιο φεγγάρι έχει βγει και κρύβει το φως των μεγάλων αστεριών.
Είναι τόσο μακριά αυτά, που χάνουν τη λάμψη τους μπροστά στον ταπεινό και ετερόφωτο δορυφόρο που αρχίζει τη βόλτα του γύρω από τη Γη. Είναι λίγο γερμένο, υποκίτρινο, μόλις έχει ξυπνήσει.
Θυμάσαι μια παιδική ζωγραφιά που είχες. Ενα νιούτσικο φεγγάρι, μια φέτα φωτός στον βαθύ μπλε ουρανό, μεγάλη και κίτρινη. Λίγο γερμένο, αγουροξυπνημένο. Στην κάτω άκρη του ένας αρλεκίνος -πεσμένος από κάποιο αστέρι;– έχει αρπαχτεί και κρέμεται με βλέμμα κάπως απορημένο, σίγουρα θλιμμένο.
Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις λάθος γι’ αυτό το τελευταίο, έχει ένα δάκρυ σκούρο ζωγραφισμένο στην άκρη του ματιού του. Κι αυτό κρέμεται από μια γωνιά, μόνο που δεν θα κυλήσει ποτέ. Είναι από μαύρο χρώμα πάνω σε μια λευκή μάσκα. Αλλά έχει και ένα χαμόγελο, πλατύ, επίσης ζωγραφιστό.
Φοράει στολή φαρδιά, λευκή και μαύρη ριγέ, κι έναν σκούφο μυτερό με μια φούντα στην κορυφή. Ασπρα-μαύρα είναι και τα παπούτσια του.
Ολα λευκά και όλα μαύρα, τέλεια στην απολυτότητά τους, ατελή στην αλήθεια τους. Δεν έχει φύλο, δεν έχει χαρακτήρα, δεν ξέρεις τι κρύβεται πίσω από τη σχεδιασμένη μορφή πάνω στον καμβά ενός προσώπου που δεν μπορείς να φανταστείς.
Αυτή η εικόνα του αρλεκίνου, που πια δεν ξέρεις πού είναι, πώς χάθηκε, αν κατά λάθος την πέταξες, πάντα σε μάγευε. Είχε ένα μυστήριο, σε άφηνε να φανταστείς για το πρόσωπο πίσω από την ασπρόμαυρη μορφή ό,τι ήθελες. Ηταν αγόρι, ήταν κορίτσι, δεν είχε σημασία. Ηταν μάλλον και τα δύο, ένα πλάσμα που μπορούσε να αγγίξει όλες τις χορδές, να παίξει όλες τις μουσικές, να πει όλες τις ιστορίες, τη δική σου, του διπλανού σου, ενός ξένου.
Ετσι κοιτούσε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ του Ιουνίου. Για λίγο σκέφτεσαι να κρεμαστείς κι εσύ από την κάτω άκρη του. Δεν είσαι χάρτινη, δεν φοράς δίχρωμη στολή, ούτε μακιγιάζ, δεν έχεις καπέλο μυτερό, έχεις φθαρτή σάρκα και οστά. Από μακριά μπορεί να μοιάζεις με το ονειροπόλο κορίτσι που ήσουν κάποτε. Τα μαλλιά σου είναι σγουρά και ανάκατα μετά το μπάνιο, η νυχτικιά σου λίγο φαρδιά και σου πέφτει από τον ένα ώμο και αντί για μυτερά παπούτσια φοράς κάτι παλιά δερμάτινα σανδάλια.
Θα πιαστείς με το δεξί σου χέρι από τη γωνιά και θα παρατηρείς τον κόσμο. Αν δεν βλέπεις καλά θα κάνεις το αριστερό σου χέρι κιάλι, όπως τα παιδιά που παίζουν τους πειρατές και θα βλέπεις μακριά, πολύ μακριά. Εως τις μεγάλες θάλασσες, έως τα μαγικά νησιά και τα βουνά που είναι χιονισμένα ακόμη και το καλοκαίρι.
Θα ψάξεις νέες ιστορίες να πεις, μαγικά φίλτρα, από αυτά που γιατρεύουν κάθε πόνο, που φέρνουν πίσω όσους χάθηκαν για πάντα, λυχνάρια με γιγαντόμορφους ενοίκους που υλοποιούν τρεις ευχές και άλλα πολλά.
Σαν εκείνο το τραγούδι, που λέει ότι όλα υπάρχουν εκεί, «αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις/ μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους/ αρκεί να πας, ορθάνοιχτος, γυρεύοντάς τα»*.
Πολύ το θαύμασες αυτό το καινούργιο κίτρινο φεγγάρι, που μια άλλη στιγμή σημασία δεν θα του έδινες. Πριν μπεις στο σπίτι, του ψιθυρίζεις ένα ευχαριστώ.
Αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα, θα μεγαλώσει λίγο το φεγγαράκι, θα μεγαλώσεις λίγο ακόμη κι εσύ. Κι ίσως να ξεχάσεις το ταξίδι γύρω από τον κόσμο.
Οταν πας να ξαπλώσεις, πάντως, το δεξί σου χέρι πονάει λίγο, από τη δύναμη που έβαλες για να κρατηθείς εκεί ψηλά. Αλλά ήταν τόσο όμορφα…
* «Το δωμάτιο», Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, 1994